Ὁ ἄνθρωπος καὶ οἱ λοιπὲς φυσικὲς μορφὲς


Ὁ ἄνθρωπος καὶ οἱ λοιπὲς φυσικὲς μορφὲς

Μνήμη Κωνσταντίνου Χαλιώτη

Οἱ μορφὲς ὑπάρχουν γιὰ νὰ γίνονται οἱ Ἰδέες αἰσθητές, χειροπιαστές, ἀφοῦ εὐκολότερα κατανοοῦμε, ἀντιλαμβανόμαστε ὅσα εἶναι πλασμένα ἀπὸ τὸ ἴδιο ὑλικό, μὲ τὸ ὁποῖο ἔχουμε πλαστεῖ κι ἐμεῖς. Τὸ χωματένιο ἀπὸ τὸ χωματένιο νιώθεται.
Μέσα σὲ τοῦτο τὸν κόσμο μας τῶν ὑλομορφοποιημένων, κεκαλυμμένων Ἰδεῶν, τὸ Θεῖον ἐμφάνισε ὡς ἐπιστέγασμα, ὡς ἐπίκεντρό Του, τὸν ἄνθρωπο, στὴν ὑπηρεσία τοῦ ὁποίου ἔθεσε ὅλες τὶς ἄλλες φυσικὲς μορφές, καὶ ὄχι μόνον αὐτές. Τὸ ἀνθρώπινο ὂν εἶναι, ὅπως καὶ κάθε ἄλλη φυσικὴ μορφή, ἔκφραση μιᾶς θείας Ἰδέας στὸν κόσμο τῆς ὕλης ̇ εἶναι ἡ παρουσία τοῦ ἀρχετύπου τῆς Ἰδέας «Ἄνθρωπος», ἡ ὁποία, ὅπως καὶ ὅλες οἱ ἄλλες θεῖες Ἰδέες, ἐμφανίζεται μὲ «ἄπειρες» ἐκφράσεις στὸν κόσμο τοῦτο τῆς σχετικότητας. «Ἄπειρες», λοιπόν, ἐκφράσεις πηγάζουν κι ἀπὸ τὴν Ἰδέα «Ἄνθρωπος», συνθέτοντας τὸ ψηφιδωτὸ τῆς ἀνθρωπότητας.
Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ μορφὴ ἀνάμεσα στὶς ἄλλες. Κατὰ τὴ Γένεση, πρῶτα δημιούργησε ὁ Θεὸς τὸ περιβάλλον καὶ τελευταῖα τὸν ἄνθρωπο, «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» [1] Του, καθιστώντας τον βασιλέα τοῦ κόσμου τούτου καὶ διαχειριστή του. Ἀποκορύφωμα αὐτῆς τῆς θείας βούλησης εἶναι ἡ ἐνσάρκωση ἢ ὀρθότερα ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ θείου Λόγου ὥστε, ὡς ὅμοιος πρὸς ὁμοίους, νὰ γίνει ἄμεσα ἀντιληπτός, κατανοητός, ἁπτός. Ἔτσι, ἐπαληθεύεται ἡ ρήση πὼς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ναὸς Θεοῦ. Δίνοντας ὁ Θεὸς ἀνθρώπινη μορφὴ στὸν Υἱό Του, μᾶς δίνει τὸ παράδειγμα καὶ τὸ ὑπόδειγμα τοῦ πῶς πρέπει νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, μᾶς δείχνει ποιὰ εἶναι ἡ προτύπωση τοῦ μέλλοντος Ἀνθρώπου. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς Καινῆς Διαθήκης χαρακτηρίζεται ὁ Ἰησοῦς ὡς Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου, καὶ ποτὲ ὡς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Τοῦτο εἶναι ἐξάλλου καὶ τὸ κρυπτικό, ἐσωτερικὸ μήνυμα τῆς φράσης «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος» [2] ποὺ λέει ὁ Πόντιος Πιλάτος στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ὑπηρέτες τους, παρουσιάζοντάς τους τὸν Ἰησοῦ. Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν πρόθεση μὲ τὴν ὁποία εἰπώθηκε ἡ φράση αὐτή, δὲν παύει ἐντούτοις νὰ σημαίνει τὴν ἀλήθεια, ἀφοῦ Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Ἄνθρωπος. Στὴν ἀνθρώπινη, λοιπόν, μορφὴ παρὰ σὲ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐκδηλώνεται καλύτερα ἡ θειότητα. Ἡ μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ Θεὸς ἀντιληπτός. Ἔτσι, ἡ ἀνθρώπινη μορφὴ ἀναβιβάζεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Δημιουργό της στὸ κατεξοχὴν σῆμα τοῦ Θεοῦ.

Ἴδε ὁ Ἄνθρωπος (16ος αἰ.), φορητὴ εἰκόνα, 57,8x40 ἑκ., Συλλογὴ Λοβέρδου, Βυζαντινὸ καὶ Χριστιανικὸ Μουσεῖο Ἀθηνῶν.

Τὴν ἱερότητα τοῦ Ἀνθρώπου καὶ παρεπομένως τοῦ ὑλικοῦ του φορέα δὲν τὴν εἰκονίζει τίποτα ἐναργέστερα ἀπὸ τὸν χριστικὸ σταυρό, τὸν ὁποῖο ἐξαγίασε στὴν αἰωνιότητα ὁ Ἰησοῦς μὲ τὴ σταύρωσή Του. Ὁ ἐν λόγω σταυρὸς ἀποτελεῖ ὑπέρβαση τοῦ ἑλληνικοῦ σταυροῦ μὲ τὶς τέσσερις ἰσομήκεις κεραῖες, ποὺ ἐγγράφεται σὲ τετράγωνο, καθὼς σ’ αὐτὸν τὸν τελευταῖο ὁ ὁριζόντιος ἄξονας, διασπώντας τὴ στατικὴ ἰσορροπία, μετακινεῖται στὸν κάθετο ἄξονα πρὸς τὰ πάνω. Ὁ χριστικὸς σταυρὸς εἶναι μιὰ γραφική, ἀφαιρετικὴ ἀπεικόνιση τοῦ ἀνθρώπου μὲ ἁπλωμένους τοὺς βραχίονες καὶ εὐθυγραμμισμένο τὸ ὑπόλοιπο σῶμα του. Τοῦτο γίνεται ἐμφανέστερο στὸν αἰγυπτιακὸ σταυρὸ τῆς Ἴσιδος, τὸ Ἄνκχ, ὅπου ἡ κλειστὴ καμπύλη πάνω στὸν ὁριζόντιο ἄξονά του, στὴ θέση τοῦ ἄνω τμήματος τῆς συνήθους κάθετης κεραίας, μπορεῖ κάλλιστα νὰ ἐκληφθεῖ ὡς ἡ ἀνθρώπινη κεφαλή. Πιὸ ἐκπληκτικὴ ὅμως ἐπιβεβαίωση αὐτῆς τῆς θέσης μᾶς τὴν παρέχει τὸ πασίγνωστο κυπριακὸ σταυρόσχημο εἰδώλιο ἀπὸ στεατίτη τῆς χαλκολιθικῆς περιόδου (3000-2300 π.Χ.), μὲ πιθανολογούμενη προέλευση ἀπὸ τὴν Πάφο, τὸ ὁποῖο φυλάσσεται στὸ Κυπριακὸ Μουσεῖο, στὴ Λευκωσία. Τὸ ἐν λόγω εἰδώλιο, ὕψους 15,3 ἑκ., μὲ ἀνάγλυφα χαρακτηριστικὰ τοῦ προσώπου καὶ μακρὺ λαιμό, φέρει περιδέραιο μὲ ἀνάρτημα σὲ σχῆμα ἀνθρώπινου πανομοιότυπου εἰδωλίου. Ἀπ’ ὅλα αὐτὰ προκύπτει πὼς ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ ἐντελῶς ξεχωριστὸ μέσα στὴ Δημιουργία ὄν, τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ ὑπερβεῖ τὴν κατάστασή του.
Ἀριστερά: Ὁ σταυρὸς τῆς Ἴσιδος, γνωστότερος ὡς Ἄνκχ. Δεξιά: Σταυρό- σχημο εἰδώλιο, πιθανῆς προέλευσης ἀπὸ τὴν Πάφο, ὕψους 15,3 ἑκ. (3000-2300 π.Χ.), Κυπριακὸ Μουσεῖο, Λευκωσία.

Τὸ ἀνθρώπινο ὂν εἶναι ἕνα μὴ ὁλοκληρωμένο δημιούργημα ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ θεῖα Ὄντα ποὺ εἶναι ὁλοκληρωμένα δημιουργήματα. Τὸ ἀνθρώπινο ὂν εἶναι ἕνα κατὰ συνθήκην Ὄν, ἀποτέλεσμα τῆς ἔκφρασης τῆς Ἰδέας «Ἄνθρωπος». Συνεπῶς δὲν εἶναι αὐτὸς οὗτος ὁ Ἄνθρωπος. Σὲ αὐτὸν ὡστόσο ἔγκειται, ἀπὸ ἀνθρώπινο ὂν ποὺ εἶναι κατὰ τὴν ὑλομορφοποίησή του, νὰ συντελέσει στὴν ἐμφάνιση τοῦ Ὄντος «Ἄνθρωπος». Τότε θὰ ἔχει ὁλοκληρωθεῖ ἡ κυκλικὴ πορεία: Ἰδέα «Ἄνθρωπος» – ἀνθρώπινο ὂν – Ὂν «Ἄνθρωπος».
Ὁ ἄνθρωπος μοιάζει μὲ τὸ σύμπαν κατὰ τοῦτο, στὸ ὅτι δηλαδὴ εἶναι καὶ οἱ δύο δημιουργήματα. Διαφέρουν ὅμως στὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιούργημα ὑπὸ αἵρεσιν, ἐνῶ ὁ Κόσμος, ἡ ὑλικὴ Δημιουργία, εἶναι δημιούργημα ὑπὸ προθεσμίαν.
Ὁ ἄνθρωπος ἀναφέρεται συχνὰ ὡς μικρόκοσμος, σὲ ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὸ σύμπαν ποὺ εἶναι ὁ μακρόκοσμος. Καὶ τοῦτο ἐπειδὴ μέσα στὴν τελειότητα τῆς ἀνθρώπινης μορφῆς συναντᾶμε ἀναλογικὲς ὁμοιότητες μὲ τὸ σύμπαν καθὼς καὶ στοιχεῖα ἀπὸ τὰ τρία βασίλεια τοῦ ὑλικοῦ κόσμου – τὸ ὀρυκτό, τὸ φυσικὸ καὶ τὸ ζωικό –, στοιχεῖα ποὺ συνυπάρχουν καὶ συλλειτουργοῦν ἁρμονικὰ στὴ βιολογικὴ συγκρότηση τοῦ ἀνθρώπινου ὄντος. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι, λοιπόν, ὁ μικρόκοσμος ποὺ περιλαμβάνει ἐντός του στοιχεῖα τοῦ μακρόκοσμου, ἀποτελεῖ δὲ γιὰ τὴ Γῆ τὴν τελευταία ἐξελικτικὴ βαθμίδα τῶν ὑλικῶν μορφῶν, τὴν τελευταία λέξη τῆς Δημιουργίας σύμφωνα μὲ τὴ Γένεση. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε τὸ ἀνθρώπινο ὂν εἶναι τὸ πολυπλοκότερο καὶ συνθετότερο ἀπὸ τὰ γήινα ὄντα, εἶναι τὸ κορυφαῖο ἐπίγειο εἶδος ἔμβιου ὄντος. Ἀπὸ μιὰν ἄλλη πάλι θεώρηση, θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηριστεῖ ὁ ἄνθρωπος ὡς ὁ μακρόκοσμος σὲ σχέση μὲ τὰ ὑποατομικὰ σωματίδια. Καὶ πράγματι, ἀπὸ τὴν Ἐπιστήμη γνωρίζουμε πιὰ πὼς ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ ἄποψη μεγέθους, βρίσκεται στὸ μέσον περίπου τῆς τεράστιας κλίμακας ποὺ συνδέει τὸ μικρόκοσμο μὲ τὸ μακρόκοσμο.
Ὅταν παρατηροῦμε τὴν κλίμακα τῶν μεγεθῶν στὸν φυσικό μας κόσμο, βλέπουμε πὼς ὑπάρχουν κάποια βασικὰ μορφήματα-σταθμοί, ὅπως π.χ. τὸ ἄτομο, τὸ κύτταρο, ὁ ὀργανισμός (μύγα, γάτα, ἄνθρωπος κ.ἄ.), ὁ πλανήτης (Γῆ, Ἄρης κ.ἄ.), τὸ ἡλιακὸ σύστημα, ὁ γαλαξίας κ.λπ. Πρῶτοι ἕνα ζεῦγος ἀμερικανῶν ἀρχιτεκτόνων, ὁ Τσὰρλς (Charles) καὶ ἡ Ρέι (Ray) Ἴμς (Eames), εἶχαν τὴν ἰδέα νὰ μετρήσουν καὶ νὰ ἀπεικονίσουν τὰ διάφορα μεγέθη στὴ Φύση, ἀπὸ τοὺς ἀπώτερους γαλαξίες τοῦ σύμπαντος ὣς τὸν ἄνθρωπο, κι ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ὣς τὰ ἄτομα τῶν χημικῶν στοιχείων, χρησιμοποιώντας τὶς ἴδιες μονάδες μέτρησης, δηλαδὴ μία κλίμακα τῶν δυνάμεων τοῦ 10 σὲ μέτρα. Πράγματι, μὲ προσεκτικότερη παρατήρηση τῆς Φύσης, βλέπουμε τὰ μεγέθη νὰ ἐκδιπλώνονται σὲ κλίμακες δυνάμεων τοῦ ἀριθμοῦ 10, μὲ ἀφετηρία εἴτε πρὸς τὰ ἄνω εἴτε πρὸς τὰ κάτω τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, ὅπου κάθε κλίμακα μεγέθους εἶναι κι ἕνας βασικὸς σταθμὸς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ προαναφέραμε. Βλέπουμε δηλαδὴ νὰ δημιουργεῖται, μὲ κέντρο τὴ βαθμίδα τοῦ ἀνθρώπου, μία Φυσικὴ Κλίμακα Μεγεθῶν πρὸς τὰ ἄνω (μακρόκοσμος) καὶ μία πρὸς τὰ κάτω (μικρόκοσμος).
Ὁ Τσὰρλς καὶ ἡ Ρέι Ἲμς κατὰ τὴν προετοιμασία μιᾶς ἔκθεσής τους τὸ 1960.

Τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, καὶ κατ’ ἐπέκτασιν ἡ συνολικὴ μορφή του, εἶναι ἕνα πολυεπίπεδο συγκρότημα, τὸ ὁποῖο ἐμπίπτει στοὺς νόμους τοῦ ζωικοῦ βασιλείου καὶ γενικότερα στὶς νομοτέλειες ὁλόκληρης τῆς βιόσφαιρας τοῦ πλανήτη μας, καὶ τὸ ὁποῖο συνδέει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ σύμπαν. Τέσσερα εἶναι, κατὰ κλίμακα μεγέθους, τὰ βασικὰ ἐπίπεδα συγκρότησης τοῦ ἀνθρώπινου σώματος: τὸ ὀργανισμικό, τὸ κυτταρικό, τὸ ἀτομικὸ καὶ τέλος τὸ ἐνεργειακό. Τὸ ὀργανισμικὸ ἐπίπεδο, δηλαδὴ ὁ ὀργανισμὸς τοῦ ἀνθρώπου, τὸ σῶμα του ὡς μορφὴ μὲ τὰ ἐννέα συστήματά του (τὸ μυοσκελετικό, τὸ νευρικό, τὸ κυκλοφορικὸ ἢ καρδιαγγειακό, τὸ ἀναπνευστικό, τὸ πεπτικό, τὸ οὐρογεννητικό, τὸ ὁρμονικό, τὸ σύστημα τῶν αἰσθητηρίων ὀργάνων καὶ τὸ δέρμα), τοὺς ἱστοὺς καὶ τὰ ὄργανά του, μὲ σπουδαιότερο τὸν ἐγκέφαλο καὶ τὶς λειτουργίες του, συνδέει τὸν ἄνθρωπο μὲ ὅλους τοὺς ἔμβιους ὀργανισμοὺς καὶ ἑπομένως καὶ μὲ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα μέσω τῶν αἰσθήσεων, τῆς ὁμιλίας κ.τ.λ. Τὸ κυτταρικὸ ἐπίπεδο, ποὺ ὀργανώνεται ἀπὸ DNA, τὸν συνδέει μὲ ὅλη τὴ βιόσφαιρα, πάει νὰ πεῖ μὲ ὅλα τὰ ἔμβια ὄντα, δηλαδὴ τὰ φυτά, τὰ ζῶα καὶ τὰ μικρόβια, πλὴν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, μέσω τοῦ κοινοῦ γενετικοῦ κώδικα. Τὸ ἀτομικὸ ἐπίπεδο, δηλαδὴ τὰ χημικὰ στοιχεῖα ποὺ συγκροτοῦν τὸ σῶμα του, τὸν συνδέει μὲ τὸν ὀρυκτὸ κόσμο τοῦ πλανήτη μας καὶ μὲ τὰ στοιχεῖα του, καὶ σύμφωνα μὲ νεότερες ἀνακαλύψεις, τὸν συνδέει ἐπίσης μὲ τοὺς ἄλλους πλανῆτες καὶ διάφορα ἡλιακὰ συστήματα τοῦ γαλαξία μας, ἀφ’ ἧς στιγμῆς ἔχει βρεθεῖ πὼς ἀρκετὰ μέταλλα ἀπὸ τὰ χημικὰ στοιχεῖα τοῦ ἀνθρώπινου ὀργανισμοῦ (π.χ. ὁ σίδηρος, ὁ χαλκὸς κ.ἄ.) προέρχονται ἀπὸ περιοχὲς ἐκτὸς τοῦ ἡλιακοῦ μας συστήματος. Καὶ τέλος τὸ ἐνεργειακὸ ἐπίπεδο (ἀκτινοβολίες καὶ δονήσεις) τὸν συνδέει μὲ ὅλα τὰ ἐνεργειακὰ συμβάντα τοῦ σύμπαντος. Κατόπιν ὅλων αὐτῶν, θὰ μποροῦσε ἴσως νὰ λεχθεῖ ὅτι τὸ Πᾶν ἀντιπροσωπεύεται στὴ συγκρότηση τοῦ ἀνθρώπινου ὀργανισμοῦ.
Σύμφωνα μὲ τὴ Βιολογία, τρεῖς εἶναι οἱ θεμελιώδεις γενικεύσεις, δηλαδὴ οἱ θεωρίες ἐκεῖνες ποὺ ἀποδεικνύουν τὴν ἑνότητα ὅλων τῶν ἔμβιων ὀργανισμῶν. Πρώτη εἶναι ἡ θεωρία τῆς ἐξέλιξης μέσω τῆς φυσικῆς ἐπιλογῆς, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὅλοι οἱ ἔμβιοι ὀργανισμοὶ σχετίζονται μεταξύ τους ἐπειδὴ ἔχουν κοινὴ γενεαλογία, κοινὴ καταγωγή. Δεύτερη εἶναι ἡ θεωρία τῆς ἑνότητας τῶν βιοχημικῶν διεργασιῶν, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία οἱ ὑπάρχοντες ὀργανισμοὶ ἔχουν κοινὲς ὁρισμένες βασικὲς βιοχημικὲς ἀντιδράσεις. Τοῦτο συμβαίνει ἐπειδὴ ὅλοι οἱ ὀργανισμοὶ ἔχουν δύο κοινὰ στοιχεῖα: α) τὴ χημεία τοῦ κώδικα τῶν ὁδηγιῶν, ἀφοῦ ὁ κώδικας αὐτὸς εἶναι πάντοτε φτιαγμένος ἀπὸ νουκλεϊκὰ ὀξέα, καὶ β) τὸ μηχανισμὸ γιὰ τὴν ἐκτέλεση τῶν ὁδηγιῶν, ἀφοῦ αὐτὸς συνίσταται πάντοτε στὶς πρωτεΐνες καὶ τὰ ὀργανίδια παραγωγῆς πρωτεϊνῶν. Καὶ τέλος τρίτη καὶ κεντρικὴ εἶναι ἡ κυτταρικὴ θεωρία, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὅλοι οἱ ὀργανισμοὶ συντίθενται ἀπὸ κύτταρα. (Οἱ ἰοί, ἂν καὶ δὲν εἶναι κύτταρα, δὲν ἀποτελοῦν ἐξαίρεση: εἶναι ὀργανισμοὶ ποὺ χρησιμοποιοῦν τὰ κύτταρα ἄλλων ὀργανισμῶν).
Ἐκεῖνο ποὺ χαρακτηρίζει καὶ συγχρόνως διαφοροποιεῖ δομικά, κατασκευαστικά, τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα φυσικὰ ὄντα τῆς Γῆς εἶναι ἡ ποιότητα καὶ ἡ ἀνάπτυξη τοῦ νευρικοῦ του συστήματος, ἔτσι ποὺ ἡ ἐμφάνιση τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀποτελεῖ τὴν κορυφαία πράξη τῆς βιολογικῆς ἐξέλιξης στὸν πλανήτη μας. Καθὼς ἡ ἐξέλιξη προχωρεῖ, τὸ νευρικό του σύστημα διαρκῶς ἀναπτύσσεται ποσοτικὰ καὶ ποιοτικά, καὶ γίνεται πλέον εὐαίσθητος δέκτης τῆς πνοῆς τοῦ Θείου Πνεύματος. Αὐτὴ ἡ ἀνάπτυξη τοῦ νευρικοῦ συστήματος καὶ τοῦ ἐγκεφάλου ποὺ χαρακτηρίζει τὸ ἀνθρώπινο ὂν ἐπέφερε βαθύτατη ἀλλαγὴ στὴν ὅλη πορεία τῆς ἐξέλιξης. Ἔτσι, στὸ ἀνθρώπινο ὂν δὲν κληρονομοῦνται μόνο οἱ γενετικὲς ἰδιότητες ἀλλὰ καὶ οἱ ἐμπειρίες πού, μέσω τοῦ λόγου καὶ τῆς μνήμης, μεταβιβάζονται ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά.

Ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται στὸν κόσμο προικισμένος μὲ τὸ δύνασθαι, τὴν κρίση καὶ τὸ αὐτεξούσιον, τρία ἀνεκτίμητα προικιὰ ποὺ τοῦ ἐπιτρέπουν νὰ κάνει, ἀνὰ πᾶσαν στιγμὴν τοῦ βίου του, ὠφέλιμες ἢ ἐπιζήμιες ἐπιλογὲς καί, ἀνάλογα, νὰ ἐλέγχει ἢ ὄχι τὰ ὁρμέμφυτα, τὰ ὁποῖα διέπουν τὴ συμπεριφορὰ ὅλων τῶν λοιπῶν ἔμβιων ὄντων. Καὶ τοῦτο ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι μορφὴ Ζωῆς συνειδητή, ἐνῶ τὰ ζῶα εἶναι μορφὲς Ζωῆς ἐνστικτώδεις. Ἄρα μόνο τὸ ἀνθρώπινο ὂν εἶναι συνειδησιακὰ ἐξελίξιμο, ἔχει δηλαδὴ φύσει τὴ δυνατότητα, τελειούμενο, νὰ προάγεται συνειδησιακὰ καὶ νὰ χωρεῖ στὸ θεῖο Ὑπερσυνειδητό.
Ἐκεῖνο ὡστόσο ποὺ ὀντολογικὰ διαφοροποιεῖ ἐντελῶς τὸ ἀνθρώπινο ὂν ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα ἔμβια ὄντα εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα ἡ ἐλευθερία τῆς βούλησής του ἢ τὸ αὐτεξούσιον, ἡ αὐτεξουσιότητα. Βέβαια, μέσα σὲ τοῦτο τὸν κόσμο τῆς σχετικότητας, ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ εἶναι τελείως ἐλεύθερος, εἶναι δὲ ἀκόμα λιγότερο ἀνεξάρτητος ἢ ἀδέσμευτος. Πῶς εἶναι ἄλλωστε δυνατὸν νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἀνεξάρτητος ἀπὸ τὸ ὕψιστο Ὂν καὶ τελείως ἀδέσμευτος ἀπὸ τὴν ἐναντιωματικὴ ἐπήρεια τοῦ κακοῦ; Ἡ ὀντολογικὴ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι περιορισμένη καὶ μόνον ὁ Θεὸς – ἡ ἐπέκεινα κάθε περιορισμοῦ ἀπόλυτη Δύναμη καὶ Ἀγαθότητα – εἶναι τὸ ἀπόλυτα ἐλεύθερο Ὄν. Κατὰ τὴν ἰνδουιστικὴ φιλοσοφία, ἡ βούληση, ὅπως καὶ κάθε ἀνθρώπινη ἐνέργεια, διέπεται καὶ καθορίζεται ἀπὸ τὸ ὕψιστο Ὂν καὶ ἑπομένως, ὡς ἐξαρτημένη, δὲν εἶναι ἐλεύθερη. Ἡ φυσικὴ ἐλευθερία εἶναι ἄλλη μιὰ οἰκτρὴ πλάνη μεταξὺ τόσων ἄλλων ποὺ παραπλάνησαν καὶ καταταλαιπώρησαν τὴν ἀνθρωπότητα, μιὰ χίμαιρα γιὰ τὴν ὁποία ἡ ἀνθρωπότητα ἔχει χύσει ποταμοὺς αἵματος ̇ ἡ ἐλευθερία, τὴν ὁποία τόσο πολὺ ποθεῖ καὶ συγχρόνως κατὰ βάθος ἀπεύχεται ὁ ἄνθρωπος. Ὡστόσο ὁ ἄνθρωπος διαθέτει φύσει τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία τῆς ἐπιλογῆς, ἀκόμα κι ὅταν ἡ βούλησή του αὐτὴ καθαυτὴ δὲν εἶναι ἐλεύθερη ἀλλὰ κατευθυνόμενη τόσο κοινωνικά, ὅσο πολιτιστικὰ καὶ παιδευτικά. Ὁ Πλωτῖνος ἐπαναλαμβάνει διαρκῶς πὼς ὁ καθένας εἶναι ὑπόλογος τῶν πράξεών του. Καὶ τοῦτο ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος δὲν χάνει ποτὲ τὴν ἐγγενὴ ἐλευθερία του νὰ ἐπιλέγει ἀνὰ πᾶσαν στιγμὴ τὴ μία ἢ τὴν ἄλλη λύση, ἐτοῦτο ἢ ἐκεῖνο, ἔστω καὶ μέσα σὲ δεδομένες, προκαθορισμένες καὶ γι’ αὐτὸ πολλὲς φορὲς ἀσφυκτικὰ καταπιεστικές, καταναγκαστικὲς συνθῆκες, οἱ ὁποῖες τείνουν νὰ δεσμεύουν τὴν κρίση του ἢ νὰ χρωματίζουν τὴν ὀρθότητα τῶν ἐπιλογῶν του. Σὲ τελευταία ἀνάλυση, μόνον ὁ ἐλεύθερος εἶναι αὐτεξούσιος, διατείνεται ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος. Βέβαια οἱ περιορισμοὶ τοὺς ὁποίους συναντᾶ ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὴν ἔκφραση τῆς βούλησής του δὲν εἶναι ἀπόλυτοι ἀλλὰ σχετικοὶ κι αὐτοί, ἀφοῦ ὁ ἐπιλέγων διατηρεῖ πάντοτε τὴ δυνατότητα νὰ ἀντιδράσει καὶ νὰ τοὺς ὑπερνικήσει. Ἡ Ἁγία Γραφὴ δέχεται πὼς ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ μὲ τὸ αὐτεξούσιον νὰ ὑπερνικᾶ κάθε περιορισμὸ καὶ νὰ μένει πιστὸς στὸ καλό, συντασσόμενος μὲ αὐτό [3] ̇ μπορεῖ νὰ ὑπερνικᾶ πολλοὺς περιορισμούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀνυπέρβλητοι γιὰ τὸν μὴ χριστιανό [4].
Ἡ αὐτεξουσιότητα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀπόλυτα σεβαστὴ καὶ ἀπαραβίαστη ἀπὸ τὸ Θεῖον. Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα βλέπουμε στὰ Εὐαγγέλια τὸν ἴδιο τὸν Κύριο νὰ ἀπευθύνει ἐκεῖνο τὸ ἀνεπανάληπτο «πιστεύεις;» στοὺς ἀσθενεῖς καὶ στοὺς παράλυτους ποὺ Τὸν πλησιάζουν, προκειμένου νὰ τοὺς θεραπεύσει, ἀφοῦ ἡ θετικὴ τοποθέτησή τους ἀπέναντί Του εἶναι ἡ ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ νὰ μὴν παραβιαστεῖ τὸ αὐτεξούσιον τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστὸς ὅμως δὲν ἀπαιτεῖ τὸ ἴδιο ἀπὸ τοὺς δαιμονισμένους, ἀφοῦ αὐτοὶ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἀπαντήσουν, λόγω τῆς κατάληψής τους ἀπὸ τὰ δαιμόνια καὶ τῆς παρεπόμενης δεινῆς ψυχοσωματικῆς τους κατάστασης [5].
Ἡ ἐλευθερία τῆς ἑκάστοτε ἐπιλογῆς ἐπιτρέπει στὸν ἄνθρωπο νὰ δημιουργεῖ μιὰ μοναδικὴ καὶ τελείως καινοφανὴ ἐκδοχὴ τῆς ὕπαρξης. Κάνοντας ὡστόσο ὁ ἄνθρωπος κοινὴ χρήση τῆς αὐτεξουσιότητάς του, μπορεῖ, μόνος αὐτὸς ἀπὸ ὅλα τὰ λοιπὰ πλάσματα τῆς Δημιουργίας, νὰ βγαίνει ἐκτὸς Νόμου, νὰ βαίνει παράλληλα μὲ τὸν Νόμο, νὰ εἶναι δηλαδὴ παράνομος. Καὶ τοῦτο ἐπειδὴ μόνον αὐτὸς ἔχει τὴν ἐλευθερία τῆς ἐπιλογῆς νὰ τηρεῖ τοὺς νόμους τῆς Φύσης ἢ νὰ ἐναντιώνεται σὲ αὐτούς, νὰ τοὺς καταστρατηγεῖ. Δὲν συμβαίνει τὸ ἴδιο μὲ τὰ ζῶα, τὰ ὁποῖα ὑποτάσσονται ἄκοντα στὸν Νόμο, στὴ Φύση. Μὲ τὴ συνείδησή του ὁ ἄνθρωπος κάνει πράγματα ποὺ τὰ ζῶα μόνο ἀσυνείδητα καὶ ἀπὸ ἔνστικτο κάνουν. Ἐξ οὗ καὶ ἡ ἀπόλυτη εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου ὡς πρὸς τὰ ὑπόλοιπα ζῶα καὶ γενικότερα ὡς πρὸς τὴν ὅλη Δημιουργία. Τοῦτο ἐννοεῖ ὁ Παῦλος ὅταν λέει: «Ἡ γὰρ ἀποκαραδοκία τῆς κτίσεως τὴν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται. τῇ γὰρ ματαιότητι ἡ κτίσις ὑπετάγη, οὐχ ἑκοῦσα, ἀλλὰ διὰ τὸν ὑποτάξαντα, ἐπ’ ἐλπίδι ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. οἴδαμεν γὰρ ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν (Ρωμ. η ́, 19-22).
Ὅταν, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος ἐξαγνίζεται καὶ ἐξαγιάζεται σὲ ὅλα του τὰ μέλη ὡς προσφορὰ πρὸς τὸν Θεό, ἐξαγνίζει καὶ ἐξαγιάζει ὅλα τὰ πλάσματα, καὶ ἀπολυτρώνει, κατὰ τὸ δικό του μέρος, τὸν πεπτωκότα Κόσμο. Ἐξάλλου «μὲ ποικιλία τρόπων – ἀπὸ τὴν καλλιέργεια τῆς γῆς ὣς τὶς τέχνες καὶ τὸν λόγο – ὁ ἄνθρωπος δίνει φωνὴ στὰ ὑλικὰ πράγματα καὶ κάνει τὴ φύση νὰ ἐκφράζεται πρὸς δοξολογία τοῦ Θεοῦ». Μὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα ὁ ἅγιος Λεόντιος Κύπρου ἀναφέρει: «Μὲ τὸν οὐρανό, τὴ γῆ καὶ τὴ θάλασσα, μὲ τὸ ξύλο καὶ τὴν πέτρα, μὲ ὅλη τὴν ὁρατὴ καὶ ἀόρατη Δημιουργία προσφέρω λατρεία στὸν Δημιουργό, Κύριο καὶ Ποιητὴ τῶν πάντων. Γιατὶ ἡ Δημιουργία δὲν λατρεύει ἄμεσα καὶ μόνη της τὸν Ποιητή». Καὶ ὁ ρουμάνος πατὴρ Ντουμίτρου Στανιλοάε (D. Staniloae, 1903-1993), ἀπὸ τὴ μεριά του, λέει πὼς «ὁ ἄνθρωπος θέτει τὴ σφραγίδα τῆς κατανόησης καὶ τοῦ πνευματικοῦ του ἔργου στὴ Δημιουργία. Ὁ Κόσμος δὲν εἶναι μόνο ἕνα δῶρο ἀλλὰ καὶ ἕνα ἔργο γιὰ τὸν ἄνθρωπο». Τοῦτο ἄλλωστε σημαίνει ἡ ρήση τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Θεοῦ γὰρ ἐσμεν συνεργοί» (Α ́ Κορ. γ ́, 9).

Μέσα στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ποτὲ ὁ ἴδιος ἀκόμα κι ὅταν – καὶ ὅσο – ἡ μορφή του κρατάει τὸ ἴδιο σχῆμα, μολονότι κι αὐτὸ μεταβάλλεται σταδιακὰ πλήρως, ἀφοῦ ἡ μορφὴ μεταβάλλεται μοριακὰ συνεχῶς, ἀνὰ πᾶσαν στιγμήν. Ἀλλὰ καὶ κυτταρικὰ ἡ σύστασή της μεταβάλλεται κατὰ διαστήματα ριζικῶς, καθὼς τὰ ἀνθρώπινα κύτταρα, ἐξαιρέσει ἐκείνων τοῦ ἐγκεφάλου, ἀνανεώνονται πλήρως στὸ χρονικὸ διάστημα μιᾶς ἑπταετίας ἔτσι πού, ἀπὸ ὑλικὴ τουλάχιστον ἄποψη, ὁ ἄνθρωπος νὰ εἶναι ὕστερα ἀπὸ μία ἑπταετία ἐντελῶς διαφορετικός, σὰν νὰ πρόκειται γιὰ κάποιον ἄλλον. Κι ὅμως ἡ βιολογική του ταυτότητα, ὁ γονότυπός του -ὄχι ὁ φαινότυπός του- παραμένει, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ γεννιέται, ἀναλλοίωτος, ἀφοῦ ἀναλλοίωτες παραμένουν καὶ οἱ αἰθερικὲς σφραγίδες τῆς ὑλικῆς του μορφῆς. Ἄλλωστε καὶ τὰ ἰδιάζοντα χαρακτηριστικὰ τῆς φυσικῆς του προσωπικότητας κατὰ τὸ σῶμα, παραμένουν διὰ παντὸς σταθερά, ἀμετάβλητα, ἔστω κι ἂν τὸ σῶμα του μεταβάλλεται μορφικὰ (σχῆμα, ὄψη) δραματικὰ λόγω τῆς ἡλικίας ἢ τῆς ἴδιας τῆς ἐπέμβασής του ἐπ’ αὐτοῦ (πλαστικὲς ἢ αἰσθητικὲς ἐγχειρίσεις, παντὸς εἴδους παραμορφώσεις κ.ἄ.)[6]. Τοῦτος εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἕνας ἄνθρωπος παραμένει ἐντὸς μικρῶν ἡλικιακῶν διαστημάτων πάντοτε, λίγο ἢ πολύ, ἀναγνωρίσιμος ἀπὸ τοὺς τρίτους, ὅσες ἀλλοιώσεις κι ἂν ἔχει ὑποστεῖ ἐξωτερικὰ ἡ ἀρχική του μορφή.
Ἀπὸ αὐστηρῶς, λοιπόν, ἐπιστημονικὴ -βιολογικὴ- ἄποψη, ἡ μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου παραμένει ἐσαεὶ ἀμετάβλητη, ἀφοῦ καὶ ὀντολογικὰ ὁ ἄνθρωπος ἐξακολουθεῖ πάντοτε νὰ εἶναι ὁ ἴδιος. Καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ δὲν παύει νὰ ἀποτελεῖ τὴν ὑλομορφοποιημένη ἔκφραση τῆς ἴδιας Ἰδέας καὶ νὰ ταυτίζεται μὲ τὸ ἴδιο Ἐγώ, αὐτοαναγνωριζόμενος ὡς τὸ ἴδιο ἄτομο τόσο κατὰ τὴν παιδικὴ ὅσο καὶ κατὰ τὴν ἐφηβική, τὴν ἐνήλικη ἢ τὴ γεροντικὴ περίοδο τοῦ βίου του. Τί πιὸ ἁπτὴ καὶ τρανή, ἀλήθεια, ἀπόδειξη ὅτι τὸ Ἐγὼ εἶναι κάτι διακριτὸ ἀπὸ τὸ ὑλικό του ἐπένδυμα, στὸ ὁποῖο ἐνοικεῖ, χωρὶς ὡστόσο νὰ ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὴ φθορά του! Μήπως αὐτὸ ἀποτελεῖ ἀπόδειξη ἀλλεπάλληλων κύκλων ὕπαρξης τοῦ Ἐγὼ ἑνὸς ἀνθρώπου κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἐπὶ τῆς γῆς βίου του, ἀφοῦ τὸ πνεῦμα του παραμένει ἀναλλοίωτο, ἡ δὲ συνειδητότητά του αὐξάνει;
Ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἐξωτερικὴ μορφὴ τοῦ ἀνθρώπινου ὄντος, αὐτὴ χωρίζεται σὲ δύο βασικὰ μέρη: τὴν κεφαλή, ποὺ ἀναλογικὰ ἀντιστοιχεῖ στὸ πνευματικὸ στοιχεῖο, καὶ τὸ κυρίως σῶμα, ποὺ ἀντιστοιχεῖ στὸ ὑλικὸ στοιχεῖο στὸν ἄνθρωπο. Ἑπομένως, ἡ κεφαλή, σὲ σύγκριση μὲ τὸ ὑπόλοιπο σῶμα, ἐμφανίζεται νὰ διαδραματίζει – καὶ διαδραματίζει – πρωταγωνιστικὸ καὶ κατευθυντήριο ρόλο, ἀφοῦ σ’ αὐτὸ ἑδράζεται ὁ ἐγκέφαλος, προστατευμένος ἀπὸ τὸ κρανίο (τὴν κρανιακὴ θήκη ἢ κοιλότητα). Μορφικά, μέσω τῆς κεφαλῆς, τὸ ἄτομο καθίσταται ἱκανὸ ὄχι μόνο νὰ ἀναγνωρίζει τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀφοῦ τὸ πρόσωπο εἶναι τὸ μόνο τόσο χαρακτηριστικὸ τμῆμα τοῦ ἀνθρώπινου σώματος. Στὸ πρόσωπο βρίσκονται συγκεντρωμένα τὰ αἰσθητήρια ὄργανα καὶ τῶν πέντε αἰσθήσεων. Τὸ πρόσωπο, μὲ προεξάρχοντα τὰ μάτια, εἶναι ἐκεῖνο ποὺ καθρεφτίζει τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ψυχική, νοητικὴ καὶ πνευματική του κατάσταση ̇ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ καθρεφτίζει τὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὸ χρόνο. Σὲ αὐτὸ ἀντανακλᾶται ἡ φυλή του, ἡ καταγωγή του, ἡ ταξική του προέλευση, ὁ χαρακτήρας του καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα ὁ βαθμὸς τῆς πνευματικῆς του ἐξέλιξης.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἀνώτερος τύπος ζωῆς ποὺ ἔχει ποτὲ παραχθεῖ, τουλάχιστον ὑλικὰ πάνω σὲ τοῦτο τὸν πλανήτη ̇ εἶναι τὸ σημεῖο συνάντησης ὁλόκληρης τῆς Δημιουργίας καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ Δημιουργοῦ. Ἔτσι, ἂν καὶ σὲ ὅλες τὶς φυσικὲς μορφὲς βλέπουμε τὸν Θεὸ ἐκπεφρασμένο, πιὸ καθαρὰ Τὸν βλέπουμε στὸν ἀνθρώπινο νοῦ. Πιὸ κοντά Του βρισκόμαστε μελετώντας τὴν ἀνθρώπινη μορφή, ἀφοῦ μὲ αὐτὴ τὴ μορφὴ δημιούργησε ὁ Θεός, «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσίν Του», τὸ ἀνθρώπινο ὂν ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο μας ἔχοντας λησμονήσει τὴ θεία καταγωγή του, ὥστε νὰ μπορέσει, μέσω ἀκριβῶς τῆς μορφῆς του, νὰ Τὸν ξαναβρεῖ. Στὴ μορφή του, λοιπόν, μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀναζητήσει τὴν Ἀλήθεια καὶ νὰ τὴν προσεγγίσει. Ἄρα ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ κλειδὶ ποὺ τοῦ ἀνοίγει τὴ δίοδο γιὰ τὴν ἔρευνα τῆς Ἀλήθειας καὶ συγχρόνως ὁ κλειδοκράτορας.

Ὁ ἄνθρωπος διακρίνεται, λοιπόν, καταφανῶς ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα ἔμβια ὄντα αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ δείχνει νὰ ὑπερέχει σὲ ἱκανότητες, σὲ ρόλο καὶ σὲ προορισμό. Ἡ ὑπεροχή του αὐτὴ τὸν ἱεραρχεῖ, ὑπὸ ἀνθρωποκεντρικὴ πάντοτε θεώρηση, στὴν κορυφὴ τῆς πυραμίδας τῶν ὄντων τῆς Φύσης. Ἐξάλλου, ἔχει καταφέρει νὰ κυριαρχεῖ στὴ Δημιουργία, ἂν καὶ μὲ καταστρεπτικὲς πολλὲς φορὲς συνέπειες γι’ αὐτήν, ὄχι βέβαια διὰ τῆς ἐπιβολῆς του, ὀφειλόμενης στὶς σωματικές, βιολογικές του δυνατότητες, ἀφοῦ αὐτὲς συχνὰ μειονεκτοῦν σημαντικὰ ἔναντι τῶν ἀντίστοιχων φυσικῶν ἰδιοτήτων ἄλλων ἔμβιων ὄντων, ἀλλὰ χάρη στὶς νοητικές, ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο, ἱκανότητές του. Ἐπιπλέον, οἱ πνευματικές του δυνατότητες τοῦ ἐπιτρέπουν νὰ συνειδητοποιήσει τὸν ἑαυτό του, νὰ αὐτοπροσδιοριστεῖ, νὰ βιώσει τὴν Ἀλήθεια καὶ νὰ ταυτιστεῖ μὲ αὐτήν. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι, λοιπόν, τὸ μόνο ὂν πού, ἂν καὶ ἀνήκει στὴν ὑλικὴ Δημιουργία, κινεῖται σχετικὰ ἐλεύθερος πρὸς αὐτὴν ὡς δημιουργὸς τῆς προσωπικότητάς του – τοῦ Προσώπου ὅπως τὴν ἀποκαλεῖ ἡ πατερικὴ παράδοσης [7] –, διὰ τῆς ὁποίας καὶ μόνο καθίσταται ἐφικτὴ ἡ χώρησή του στὸ θεῖο Ἀπρόσωπο.
Σύμφωνα μὲ ἐσώτερες θεωρίες, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ὂν ἑνιαῖο ὡς πρὸς τὴν προέλευσή του, τὴν Πηγή του ̇ διφυὲς ὡς πρὸς τὴ φύση του, φύση θεϊκὴ καὶ χοϊκή ̇ τρισυπόστατο ὡς πρὸς τὶς Ἀρχὲς ποὺ τὸ συγκροτοῦν: τὸ Πνεῦμα, Ἀρχὴ λογιζομένη, ἡ Ψυχή, Ἀρχὴ αἰθερία, καὶ τὸ Σῶμα ̇ τετραδικὸ ἀφενὸς ὡς πρὸς τὴν ὑλικὴ κατασκευή του, δηλαδὴ ὡς πρὸς τὰ τέσσερα ὑλικὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀποτελεῖται: τὴ γῆ (ὀργανικὴ οὐσία), τὸ ὕδωρ, τὸν ἀέρα καὶ τὸ πῦρ, τὸ ὁποῖο στὸ ἀνθρώπινο σῶμα ἀντιπροσωπεύεται μὲ τὸν φωσφόρο, καὶ ἀφετέρου ὡς πρὸς τὴν ἐκδήλωσή του: ὑλική, ψυχική, νοητικὴ καὶ πνευματική ̇ καὶ τέλος πεντάκτινο ἐφόσον στὰ παραπάνω συνυπολογήσουμε καὶ τὴ θεϊκὴ σπίθα ποὺ ἐνεργοποιεῖ τὴν ὕπαρξή του, δηλαδὴ τὸ Ἐγώ.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πολυσύνθετο ὄν, τὸ ὁποῖο μετέχει τόσο τοῦ «φυσικοῦ» ὅσο καὶ τοῦ «ὑπερφυσικοῦ». Εἶναι τὸ μοναδικὸ μέσα στὴν ὑλικὴ Δημιουργία ὂν ποὺ ἔχει προικιστεῖ μὲ τὴ δυνατότητα νὰ ὑπερβεῖ τὴν ὑλική του ὕπαρξη γιὰ νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὸ Θεῖον.
Οἱ ἔμβιες μορφές, πλὴν τοῦ ἀνθρώπου, διαβαθμίζονται μὲν ὡς πρὸς τὴ συνθετότητα τῆς δομῆς τους, ὄχι ὅμως ὡς πρὸς τὴν τελειότητά τους, ἀφοῦ αὐτὴ ἀναφέρεται ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὴ συνείδηση. Ἡ συνείδηση, δηλαδὴ ἡ ἄμεση ἀντίληψη καὶ ὄχι ἁπλῶς ἡ γνώση τῆς Ἀλήθειας, εἶναι κατάσταση τοῦ βαθύτερου ὄντος τοῦ ἀνθρώπου, αὐτοῦ ποὺ ὀνομάζουμε Ἐγώ, κατὰ τὴν ὁποία τοῦτο βιώνει τὴν Ἀλήθεια. Ἡ κατάσταση αὐτὴ ἐπιτυγχάνεται μέσα ἀπὸ ἀνελικτικὴ πορεία συνεχοῦς τελείωσης. Ἀπ’ ὅλα τὰ ὄντα τῆς Δημιουργίας, μόνο τὸ ἀνθρώπινο ὂν ἔχει Ἐγώ, δηλαδὴ μία πνευματικὴ ὀντότητα ποὺ τοῦ παρέχει τὴ δυνατότητα νὰ ἀποκτήσει συνείδηση τοῦ εἶναι του. Ἄρα μόνο τὰ ἀνθρώπινα ὄντα διαβαθμίζονται στὴν κλίμακα τῆς πνευματικῆς τελειότητας, ἀνάλογα, ἐξυπακούεται, μὲ τὸ βαθμὸ τελείωσης ποὺ ἔχουν ἐπιτύχει.

Ὅλες οἱ φυσικὲς μορφὲς στὸν κόσμο τοῦτο τῆς ὕλης εἶναι μὲν ἐκ τοῦ Θεοῦ, εἶναι μὲν ἐκφράσεις θείων Ἰδεῶν, πλὴν ὅμως, καθὼς δημιουργήθηκαν γιὰ ὁρισμένο σκοπό, τελοῦν ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τῶν πεπερασμένων ὁρίων τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου, καὶ εἶναι ἑπομένως προσωρινές, παροδικές, ὑποκείμενες στὴν ἀναπόφευκτη φθορά. Ἁπαξάπασες, λοιπόν, οἱ φυσικὲς μορφὲς δὲν εἶναι δημιουργήματα ἐν τῷ ὑπάρχειν, ἀφοῦ τὸ ὑπάρχειν εἶναι συνδεδεμένο μὲ τὴν αἰωνιότητα, εἶναι ταυτόσημο μὲ τὴ Ζωή. Μόνο τὰ θεῖα Ὄντα ζοῦν, ἐνῶ τὰ ἔμβια ὄντα ἀποτελοῦν ἐκφράσεις τοῦ Ὄντος στὸν κόσμο μας, ἕναν κόσμο φαινομένων, μορφῶν καὶ ὀνομάτων. Γι’ αὐτὸ κανένα ἔμβιο ὂν δὲν «ὑπάρχει», δὲν ζεῖ αἰωνίως ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἀλλὰ εἶναι ἐφήμερο, θνητό˙ συγκρινόμενο δὲ πρὸς τὴν αἰωνιότητα, εἶναι ἕνα στιγμιαῖο φαινόμενο Ζωῆς, φέρει τὴ Ζωὴ μέσα στὰ πεπερασμένα, ὅπως προαναφέρθηκε, ὅρια τοῦ χωροχρόνου καὶ ἁπλῶς «ὑπάρχει» – φαινομενικὰ καὶ πρόσκαιρα – κατὰ θεία παραχώρηση. Γιατὶ πῶς νοεῖται μιὰ ὕπαρξη, μιὰ ζωὴ νὰ πεθαίνει;
Ὁ ἄνθρωπος, ἕνα ἔμβιο ὂν ἀνάμεσα στ’ ἄλλα, δυναμοποιεῖται ἀπὸ τὴν πνοὴ Ζωῆς, φέρει κι αὐτὸς τὴ Ζωή, ὅμως δὲν ζεῖ οὔτε αὐτός, ὅπως δὲν ζοῦν οὔτε καὶ ὅλα τ’ ἄλλα ἔμβια ὄντα. Ἐντούτοις αὐτός, καὶ μόνον αὐτὸς ἀπὸ ὅλες τὶς μορφὲς τῆς Δημιουργίας καὶ εἰδικότερα ἀπὸ ὅλα τὰ ἔμβια ὄντα, ἐκδηλώνει εὐγλωττότερα τὴ ροὴ τοῦ Πνεύματος μέσα στὴν Ὕλη καὶ ἔχει, φύσει, τὴ δυνατότητα, μέσω τῆς ἠθικῆς τελείωσης, δηλαδὴ τῆς ἁγνοποίησής του, νὰ ἐξελιχθεῖ συνειδησιακά, νὰ περάσει στὴν αἰωνιότητα καί, ταυτιζόμενος μὲ τὴ Ζωή, νὰ ζήσει. Ἂν ὡστόσο δὲν κατορθώσει ὁ ἄνθρωπος – ἀποτασσόμενος τὸ Σκότος καὶ συντασσόμενος μὲ τὸ Φῶς – νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὴ Ζωὴ καὶ νὰ «ὑπάρξει», τοῦτο δὲν σημαίνει ὅτι θὰ «πεθάνει», ἀφοῦ δὲν «ὑπῆρξε» ποτέ, ἀλλὰ ὅτι θὰ παραμείνει νεκρός. Ἔτσι κι ἀλλιῶς ὁ θάνατος δὲν ὑπάρχει ἤ, ὀρθότερα, δὲν ἀφορᾶ τὸν ἄνθρωπο, ἀφοῦ οὔτε ὁ νεκρὸς ἀλλὰ οὔτε καὶ ὁ ζῶν πεθαίνει. ̔Επομένως, ὁ ἄνθρωπος δὲν «πεθαίνει» ποτέ, παρά, μετὰ τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τοῦτο τὸν κόσμο τῆς πλάνης, εἴτε παραμένει νεκρὸς εἴτε χωρεῖ στὴ Ζωή.
«Καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν» ἀναφέρει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη (Γέν. Β ́, 7). Ὅπως λέει ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ, ἐμφυσώντας ὁ Θεὸς «πνοὴν ζωῆς» στὸν ἄνθρωπο, τοῦ ἐμφύσησε τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔτσι ὥστε ὁ ἄνθρωπος φέρει μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ τὸν ἐξυψώνει καὶ τὸν ἐξομοιώνει μὲ τὸν Θεό. Εἰδάλλως θὰ παρέμενε ὅπως ὅλα τὰ ἄλλα δημιουργήματα, ἕνα ἔμβιο ὂν μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔμβιων πλασμάτων τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ, μὲ ὅλες τὶς ἰδιότητες, ἔχοντας πνεῦμα, ψυχή, μυαλό, καρδιά, ὅπως ἔχουν ὅλα τὰ ζῶα, τὸ καθένα βέβαια κατὰ τὸ εἶδος του.
Ὅλες οἱ ἔμβιες μορφὲς ἁπλῶς «ὑπάρχουν», ὑφίστανται ̇ μόνον ὁ ἄνθρωπος διαθέτει τὸ προνόμιο νὰ ἔχει συνείδηση τῆς ὕπαρξής του, αὐτοσυνειδησία, προνόμιο τραγικὸ ὅταν πρόκειται γιὰ τὸν ἴδιο του τὸ θάνατο. Ἔτσι, δὲν ἀρκεῖται, ὅπως τὰ ὑπόλοιπα ἔμβια ὄντα, νὰ «ὑπάρχει», ἀλλὰ ἀγωνιᾶ γιὰ τὴν «ὕπαρξή» του καὶ διαλογίζεται, στοχάζεται, φιλοσοφεῖ, ματαιοπονώντας, γύρω ἀπ’ αὐτήν. Ἡ ἐμπειρικὴ καὶ λογική, ἀλλὰ ὄχι διαισθητικὴ ὅπως ἐνδεχομένως γιὰ τοὺς ἄλλους ζῶντες ὀργανισμούς, βεβαιότητα τῆς ἐπερχόμενης ἀργὰ ἢ γρήγορα, λήξης τοῦ βίου του ἀποτελεῖ τὸν πυρήνα τῆς ὑπαρξιακῆς του τραγικότητας.
Ὄντας ὡστόσο ὁ ἄνθρωπος ἔκφραση μιᾶς θείας καὶ συνεπῶς ἀπειροαιώνιας Ἰδέας, τῆς Ἰδέας «Ἄνθρωπος», εἶναι δυνάμει «ἄπειρος» καὶ μπορεῖ, ἀκόμα καὶ στὸν πεπερασμένο τοῦτο κόσμο τῆς ὕλης, νὰ καταστεῖ καὶ αὐτὸς «ἄπειρος».
Καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐνυπάρχει στὸ καθετί, ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται καὶ αὐτὸς διὰ τοῦ πνεύματός του στὸ καθετί. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πάλι, μέσα ἀπὸ τὸ καθετὶ παρέχεται στὸν ἄνθρωπο ἡ δυνατότητα νὰ ἀνακαλύπτει τὸ Πνεῦμα καὶ νὰ ἀνάγεται ὣς τὰ πεδία Του.

Σημειώσεις

1. Γέν. Α ́, 26. Πίσω
2. Ἰω. ιθ ́, 6. Πίσω
3. «Εἰ δὲ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ ̇ συμφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν μελῶν σου καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμά σου βληθῇ εἰς γέενναν» (Ματθ. ε ́, 29) ̇ «πειρασμὸς ὑμᾶς οὐκ εἴληφεν εἰ μὴ ἀνθρώπινος ̇ πιστὸς δὲ ὁ Θεός, ὃς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δύνασθε, ἀλλὰ ποιήσει σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν» (Α ́ Κορ. ι ́, 13) ̇ «ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου» (Ἐφ. στ ́, 11) ̇ «Μηδεὶς πειραζόμενος λεγέτω ὅτι ἀπὸ Θεοῦ πειράζομαι ̇ ὁ γὰρ Θεὸς ἀπείραστός ἐστι κακῶν, πειράζει δὲ αὐτὸς οὐδένα» (Ἰακ. α ́, 13) ̇ «Ὑποτάγητε οὖν τῷ Θεῷ. ἀντίστητε τῷ διαβόλῳ, καὶ φεύξεται ἀφ’ ὑμῶν» (Ἰακ. δ ́, 7). Πίσω
4. «Οὐδὲν ἄρα νῦν κατάκριμα τοῖς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ μὴ κατὰ σάρκα περιπατοῦσιν, ἀλλὰ κατὰ πνεῦμα» (Ρωμ. η ́, 1) ̇ «Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί μου, ἐνδυναμοῦσθε ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῷ κράτει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ» (Ἐφ. στ ́, 10). Πίσω
5. Ματθ. θ ́, 27-32. Πίσω
6. Κατάπληξη προκαλεῖ ἡ ποικιλία παραμορφώσεων, στὶς ὁποῖες ὑποβάλλουν διάφοροι λαοὶ ὁρισμένα μέρη τοῦ ἀνθρώπινου σώματος. Γνωστότερη παραμόρφωση εἶναι αὐτὴ τῶν γυναικείων ποδιῶν ποὺ ἴσχυε ἐπὶ αἰῶνες ὡς πρότυπο γυναικείου κάλλους στὴν Κίνα. Γνωστὴ εἶναι ἐπίσης ἡ παραμόρφωση ποὺ ὑφίστανται οἱ γυναῖκες τῆς μογγολικῆς φυλῆς Padaung Karen, ποὺ ζοῦν στὰ δάση τῆς Βιρμανίας και στὴ βόρεια Ταϊλάνδη. Συγκεκριμένα, οἱ ἐπονομαζόμενες γυναῖκες-καμηλοπαρδάλεις ἔχουν τὸ λαιμό τους ἐγκλωβισμένο μέσα σὲ μιὰ μπρούντζινη σπείρα δακτυλίων. Ἐξάλλου κάποιες ἀφρικανικὲς φυλὲς παραμορφώνουν τὸ κάτω χεῖλος τοῦ στόματός τους, ἄλλες τὸ κρανίο τῶν βρεφῶν ἢ τὰ στήθη τῶν γυναικῶν καὶ ἄλλες πάλι τρυποῦν καὶ τεντώνουν σταδιακὰ τὸ λοβὸ τῶν ἀφτιῶν τους μέχρι νὰ φτάσει στοὺς ὤμους τους, ὅπως οἱ Μασάι τῆς Κένυας καὶ τῆς Τανζανίας. Ἡ δερματοστιξία (τατουὰζ κ.ἄ.) ἐμπίπτει κατὰ κάποιον τρόπο στὸ φαινόμενο τῆς παραμόρφωσης τοῦ σώματος, ὅπως καὶ ἡ περιτομή, τὴν ὁποία ἐφαρμόζουν γιὰ θρησκευτικοὺς πιὰ λόγους οἱ Ἑβραῖοι καὶ οἱ Μουσουλμάνοι. Πίσω
7. Κατὰ τὶς χριστολογικὲς ἕριδες, ἡ Ἐκκλησία μεταχειρίστηκε τὴ λέξη «πρόσωπο» ὡς ταυτόσημη τῆς λέξης «ὑπόσταση» καὶ μάλιστα πρὸς δήλωσιν τοῦ καθαυτὸ ὑφισταμένου καὶ ὡς ἕνα ὅλον ἐξωτερικὰ ἐκδηλουμένου. Πίσω

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου