Οἱ διακρίσεις τῶν ὑλικῶν μορφῶν καὶ τὰ χαρακτηριστικά τους


Οἱ διακρίσεις τῶν ὑλικῶν μορφῶν
καὶ τὰ χαρακτηριστικά τους [*]

Στὸν Κώστα Θ. Ριζάκη

Ἀμορφοποίητη ῞Υλη δὲν ὑπάρχει. Ἡ Ὕλη κατακλύζεται ἀπὸ μορφές. Κάθε μέρος «ἀμορφοποίητης», ἀκατέργαστης Ὕλης ἀποτελεῖ κι αὐτὴ μορφή, ἂν καὶ ἀσχηματοποίητη μορφή. Ἑπομένως, τὰ δομικά, συστατικὰ στοιχεῖα κάθε μορφῆς, καθὼς ἐπίσης καὶ τὰ διακριτικὰ γνωρίσματά της, εἶναι καὶ αὐτὰ ἐπὶ μέρους μορφές, ὅπως μορφὲς τῆς Ὕλης εἶναι καὶ οἱ διάφορες μορφὲς ἐνέργειας. Σημειωτέον παρενθετικὰ πὼς δὲν πρέπει νὰ συγχέεται ἡ μορφὴ μὲ τὸ περιεχόμενό της. Περιεχόμενό της εἶναι ἡ Ἰδέα, τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ ἀποτύπωμα – κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἦττον ἐπιτυχὲς – στὸν κόσμο τῆς ὕλης.
Ἐξετάζοντας, εἰδικότερα, τὶς ἔνυλες μορφές, πρέπει νὰ τὶς διακρίνουμε ἀφενὸς σὲ φυσικὲς μορφές, ἄβιας ἢ ἔμβιας ὕλης, ποὺ πληροῦν ὁλόκληρη τὴ Δημιουργία, καὶ ἀφετέρου σὲ ἀνθρωποποίητες ἢ τεχνητὲς μορφές, ποὺ ἀποτελοῦν ἀναπόσπαστο μέρος τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καὶ δραστηριότητας. Οἱ πρῶτες ἀποτελοῦν συλλήψεις τῆς ὑπέροχης Φαντασίας τοῦ θείου Δημιουργοῦ καὶ ἐκδηλώσεις τῆς θείας Σοφίας Του, ἐνῶ οἱ δεύτερες εἶναι προϊόντα τῆς ἀνθρώπινης φαντασίας.
Οἱ μὲν φυσικὲς μορφὲς ἄβιας ὕλης διακρίνονται σὲ πρωτογενεῖς (ὅπως π.χ. οἱ γεωμορφὲς) καὶ σὲ δευτερογενεῖς ἢ ζωοποίητες μορφές (φωλιές, ἱστοὶ ἀράχνης κ.λπ.), οἱ δὲ φυσικὲς μορφὲς ἔμβιας ὕλης σὲ φυτικές, ζωικὲς καὶ λοιπὲς μορφές.
Γεωμορφὲς (λ.χ. πεδιάδες, χαράδρες, βουνά, ἡφαιστειακοὶ κῶνοι) εἶναι οἱ πρωτογενεῖς ἐκεῖνες μορφὲς τῆς ἐπιφάνειας τῆς Γῆς ποὺ σχηματίζονται ὅταν ἕνα πέτρωμα ἢ ἕνα μὴ συμπαγὲς ἵζημα ὑφίσταται τὴν ἐπίδραση ρέοντος νεροῦ, παγετοῦ ἢ ἀνέμου. Ὑπάρχουν διάφοροι μέθοδοι ταξινόμησης τῶν γεωμορφῶν. Μία μέθοδος τὶς διαιρεῖ ἀνάλογα μὲ τὴ διαδικασία σχηματισμοῦ τους (π.χ. ἀπὸ αἰολικὴ ἢ ὑδατικὴ διάβρωση), ἐνῶ μία ἄλλη ἀνάλογα μὲ τὰ δομικὰ χαρακτηριστικά τους. Οἱ διάφορες γεωμορφὲς μεταβάλλονται μὲ τὴ δράση διαφόρων γεωμορφικῶν διεργασιῶν, οἱ ὁποῖες μπορεῖ νὰ εἶναι: ἐξωγενετικές (ἀπόπλυση, ἀπόθεση φερτῶν ὑλῶν, δράση ὀργανισμῶν), ἐνδογενετικὲς (ἡφαιστειότητα) καὶ ἐξωγήινες (πτώση μετεωριτῶν).
Ζωοποίητες μορφὲς εἶναι ὅλες ἐκεῖνες οἱ δευτερογενεῖς μορφὲς οἱ ὁποῖες ὀφείλουν τὴν ὕπαρξή τους στὴν κατασκευαστικὴ δράση διαφόρων ἔμβιων ὄντων (παντοειδεῖς φωλιὲς πτηνῶν, ἐντόμων κ.ἄ., ἱστοὶ ἀράχνης, κουκούλια ἐντόμων ἢ βομβύκια, φράγματα καστόρων, κηρῆθρες μελισσῶν, κοραλλιογενεῖς σχηματισμοί, ὄστρακα κ.λπ.). Βλέπουμε πὼς αὐτὲς χρησιμεύουν σχεδὸν ἀποκλειστικὰ γιὰ τὴ στέγαση καὶ γενικότερα τὴν ἀναπαραγωγὴ καὶ τὴν ἐπιβίωση διαφόρων εἰδῶν. Ὡς κατασκευαστικὰ ἐπιτεύγματα, μᾶς καταπλήσσουν μὲ τὴν ἀσύλληπτη τελειότητά τους καὶ τὴ δεξιοτεχνική τους ἐκτέλεση.
Οἱ ἀνθρωποποίητες ἢ τεχνητὲς μορφὲς διαιροῦνται σὲ βιομηχανικὲς ἢ βιοτεχνικὲς μορφές, σὲ χειροτεχνήματα καὶ σὲ μορφὲς τέχνης.
Δέον νὰ γίνεται διάκριση ἀνάμεσα στὶς πρῶτες ὕλες ἀφενὸς τῶν φυσικῶν μορφῶν καὶ ἀφετέρου τῶν ἀνθρωποποίητων ἢ τεχνητῶν μορφῶν. Τὸ ξύλο ἑνὸς δέντρου δὲν εἶναι ἐντέλει τὸ ξύλο ἑνὸς τραπεζιοῦ, οὔτε τὸ μάρμαρο ἑνὸς λατομείου εἶναι τὸ μάρμαρο ἑνὸς ἀρχαϊκοῦ γλυπτοῦ. Ἐπίσης μιὰ τεχνητὴ μορφὴ παραλλάσσει ἀπὸ ἄλλες πανομοιότυπες, ὡς πρὸς τὶς διαστάσεις, τεχνητὲς μορφὲς ἀνάλογα μὲ τὸ ὑλικὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔχουν αὐτὲς κατασκευαστεῖ (π.χ. μία σφαίρα ἀπὸ γυαλί, ξύλο, μάρμαρο ἢ ἀλουμίνιο).

Κάθε ὑλικὴ μορφή, καθετὶ ποὺ ὑφίσταται στὸν κόσμο μας, πληροῖ τέσσερις πρωταρχικὲς «συνθῆκες ὕπαρξης»: α) ἐνέργεια, β) μάζα, γ) χῶρο καὶ δ) χρόνο. Μὲ ἄλλα λόγια, κάθε μορφή, γιὰ νὰ «ὑπάρξει», πρέπει: α) νὰ ἔχει συγκεκριμένο ἐνεργειακὸ δυναμικό, β) νὰ διαθέτει μετρήσιμη μάζα, γ) νὰ καταλαμβάνει κάποιο χῶρο καὶ δ) νὰ ὑφίσταται μέσα στὸ χρόνο, δηλαδὴ νὰ ἔχει κάποια χρονικὴ διάρκεια (ἀρχή, μέση καὶ τέλος). Ὁ χωροχρόνος ἀποτελεῖ τὸ κατεξοχὴν πλαίσιο τῆς καθόλου φυσικῆς, τὸ πλαίσιο μέσα στὸ ὁποῖο ἐκτυλίσσονται, σὲ χρονικὴ διαδοχή, τὰ φαινόμενα τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου.
Ἡ ἀπειρότροπη ἐμφάνιση τῶν μορφῶν, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀπειροσύνη τῶν ἀντίστοιχων σκοπιμοτήτων τὶς ὁποῖες αὐτὲς ὑπηρετοῦν, ὀφείλεται σὲ δύο ἀπὸ τὶς βασικὲς συνθῆκες τοῦ κόσμου τῆς ὕλης: τὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο. Ἡ ἐμφάνιση ὁποιασδήποτε μορφῆς ­– εἴτε φυσικῆς εἴτε καὶ τεχνητῆς – ἀκολουθεῖ μοιραῖα τοὺς νόμους τῆς χωροχρονικῆς συνθήκης.
Οἱ μορφές, ἀντανάκλαση τῆς ἀπειροσύνης καὶ τῆς αἰωνιότητας τοῦ Θείου στὸν κόσμο μας, ἐμφανίζονται καὶ μέσα στὸ εἶδος τους μὲ τέτοια ποικιλία καὶ ἐναλλαγὴ ποὺ δίνουν τὴν ἐντύπωση πὼς ἐπιζητοῦν, μέσω τῆς φαινομένης ἀπειροσύνης τους, νὰ ἐξασφαλίσουν τὴν αἰωνιότητα τοῦ εἴδους τους. Ὅμως ὅλα τὰ εἴδη, ὅπως καὶ τὰ ἄτομα ποὺ τὰ ἀποτελοῦν, εἶναι θνητά. Στὴν περίπτωση ἐντούτοις τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ καὶ αὐτὸς εἶναι θνητός, ἔχει πρόσβαση στὴν ἀθανασία μέσα ἀπὸ τὴ συλλειτουργία του στὸ μυστήριο τῆς ἑνότητας τῶν πά­ντων.

Κάθε ὑλικὴ μορφὴ ἔχει ἕνα ἐμπρόσθιο καὶ ἕνα ὀπίσθιο τμῆμα, ἕνα ἀριστερὸ καὶ ἕνα δεξιό, ἕνα ἐπάνω καὶ ἕνα κάτω, τὰ ὁποῖα ὁρίζουν τὸ ὕψος, τὸ μῆκος καὶ τὸ πλάτος της. Αὐτὰ δημιουργοῦν αὐτομάτως ἕναν ἐσωτερικὸ χῶρο τῆς μορφῆς καθὼς καὶ τὴν ἐξωτερική της ὄψη μὲ τὸ περίγραμμά της, τὸ ὁποῖο συνιστᾶ τὸ ὅριο αὐτῆς τῆς μορφῆς, τὸ γραφικὸ δηλαδὴ χάραγμα ποὺ καθορίζει τὸ σχῆμα τῆς μορφῆς καὶ ὁριοθετεῖ τὸ περιεχόμενό της.
Οἱ ὑλικὲς λοιπὸν μορφὲς ἔχουν, ὅλες τους, διαστάσεις, καὶ δὲν νοεῖται μορφὴ ἀδιάστατη. Οἱ διαστάσεις ὅμως συνεπάγονται ἀπόσταση ἀπὸ κάποιο, ἔστω ἰδεατό, κέντρο. Μὲ ἄλλα λόγια, δὲν ὑπάρχει μορφὴ χωρὶς κέντρο. Ἄλλωστε γνωρίζουμε καλὰ ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄτομο, οὔτε κύτταρο, δίχως πυρήνα. Ὅλα αὐτὰ δὲν θὰ μποροῦσαν ὡστόσο νὰ ἔχουν ἔτσι, ἂν δὲν ὑπῆρχε κέντρο καὶ γιὰ τὸ Πᾶν. Ὅπως, λοιπόν, ὑπάρχει σὲ κάθε μορφὴ ἕνα κέντρο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξαρτᾶται ἡ ὅλη συγκρότησή της, ἔτσι καὶ στὸ Πᾶν ὑπάρχει ἕνα νοῆμον Κέντρο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξαρτῶνται τὰ πάντα, ὁρατὰ καὶ ἀόρατα. Τοῦτο ἀποτελεῖ ἐπαλήθευση τοῦ ἀξιώματος τοῦ Ἑρμῆ τοῦ Τρισμέγιστου, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο: «Τὸ πρὸς τὰ κάτω ἀναλογεῖ τῷ πρὸς τὰ ἄνω, καὶ τὸ πρὸς τὰ ἄνω εἶναι ἀνάλογον τῷ πρὸς τὰ κάτω».
Στὴ γεωμετρία, κέντρο καλεῖται τὸ σημεῖο ἐκεῖνο πρὸς τὸ ὁποῖο συγκλίνουν καὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀποκλίνουν ὅλα τὰ στοιχεῖα ἑνὸς σχήματος ἢ ἑνὸς σώματος, δηλαδὴ τὸ σημεῖο στὸ ὁποῖο στηρίζεται ἢ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐκκινεῖ ὁλόκληρο τὸ συγκεκριμένο σχῆμα ἢ σῶμα.

Κάθε μορφὴ διαθέτει διάφορα εἴδη κέντρων, ὅπως π.χ. τὸ κέντρο βάρους, συμμετρίας, αἰώρησης ἢ ταλάντωσης, μάζας, ἰσορροπίας κ.ἄ. Τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ἑκάστοτε πρίσμα, μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξετάζουμε ἢ θεωροῦμε τὴ συγκεκριμένη μορφή, καὶ προσδιορίζει τὴν ἐξάρτησή της ἀπὸ ἕνα, κάθε φορά, στοιχεῖο της (βάρος, μάζα κ.λπ.). Ὡς πρὸς τὶς μορφὲς εἰδικότερα τῆς ἄβιας ὕλης, ἔχουμε νὰ παρατηρήσουμε πώς, ἂν ἀποσπαστεῖ ἕνα τμῆμα μιᾶς τέτοιας μορφῆς, αὐτὸ ἀποκτᾶ αὐτομάτως τὸ δικό του ἀντίστοιχο κέντρο καὶ αὐτονομεῖται˙ ἔτσι χάνει πιὰ τὴν ἐπαφή του, τὴ σχέση του, μὲ τὸ πρωταρχικὸ κέντρο τῆς μορφῆς ἀπὸ τὴν ὁποία ἀποσπάστηκε καὶ ἡ ὁποία, ἔπειτα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀπόσπαση ἑνὸς τμήματός της, ἀποκτᾶ κι αὐτὴ νέο κέντρο. Ὅσο γιὰ τὴ διάλυση μιᾶς μορφῆς, αὐτὴ δὲν εἶναι ἴσως τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ ἀπόσπαση, ἡ ἀπομάκρυνση διαφόρων τμημάτων, διαφόρων στοιχείων της, ἀπὸ τὸ κέντρο της. Ὅμως καὶ τὸ παραμικρότερο ἀπὸ τὰ ἀποσπασμένα στοιχεῖα διαθέτει καὶ αὐτὸ τὸ δικό του κέντρο.
Ὅσον ἀφορᾶ τὸ ἀνθρώπινο ὄν, αὐτὸ διαθέτει, μεταξὺ ἄλλων, καὶ ἐνεργειακὰ κέντρα, τὰ ὀνομαζόμενα στὰ σανσκριτικὰ τσάκρα (chakra), ποὺ σημαίνει: τροχὸς ἢ δίσκος σὲ περιστροφή. Αὐτὰ εἶναι κέντρα δύναμης, ἀπαραίτητα γιὰ τὴ διατήρηση στὴ ζωὴ τοῦ αἰθερικοῦ μας σώματος. Λέμε πὼς αὐτὰ ἐντοπίζο­νται στὸ σῶμα, ὅμως στὴν πραγματικότητα κάθε τσάκρα εἶναι μιὰ περιστρεφόμενη ἐνεργειακὴ δίνη ποὺ ἀντιστοιχεῖ σὲ βασικὰ ἐσωτερικὰ κέντρα τοῦ σώματος, τὰ ὁποῖα ὀνομάζονται πλέγματα, ὅπου συμπλέκονται γάγγλια νεύρων καὶ λεμφαγγείων μεταξύ τους. Τὰ κέντρα αὐτὰ ὀνομάζονται καὶ πάντμα (padma), ποὺ στὰ σανσκριτικὰ [1] σημαίνει λωτὸς καὶ συμβολίζουν τὴν ἀνάπτυξη ποὺ βιώνουμε ὅταν ἀφυπνιστοῦν τὰ τσάκρα. Ἀρχαῖα κείμενα ἀναφέρουν πὼς ὑπάρχουν 88.000 τσάκρα. Τοῦτο σημαίνει ὅτι καὶ στὸ μικρότερο σημεῖο τοῦ ἀνθρώπινου σώματος ὑπάρχει ἕνα εὐαίσθητο ὄργανο, τὸ ὁποῖο δέχεται ἐνέργειες, τὶς μετασχηματίζει καὶ τὶς μεταβιβάζει. Τὰ περισσότερα ἀπ’ αὐτὰ εἶναι δευτερεύοντα καὶ δὲν διαδραματίζουν σημαντικὸ ρόλο. Μόνο περίπου σαράντα τσάκρα μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν σημαντικὰ καὶ τὰ περισσότερα ἀπ’ αὐτὰ βρίσκονται στὴν περιοχὴ τῆς σπλήνας, στὸν τράχηλο, στὶς παλάμες καὶ στὰ πέλματα.
Ὡστόσο, κατὰ γενικὴ σχεδὸν παραδοχή, ἑπτὰ εἶναι τὰ οὐσιαστικότερα τσάκρα καὶ ἐντοπίζονται κατὰ μῆκος τῆς σπονδυλικῆς στήλης. Σύμφωνα μὲ τὴν ταντρικὴ φιλοσοφία[2], τὸ πρῶτο, ἀρχίζοντας ἀπὸ κάτω πρὸς τὰ πάνω, βρίσκεται στὸ περίνεο καὶ ἀφορᾶ τὸ βασικὸ πλέγμα, τὸ δεύτερο ἐντοπίζεται λίγο πιὸ πάνω ἀπὸ τὰ γεννητικὰ ὄργανα καὶ ἀφορᾶ τὸ πλέγμα τοῦ ὑπογαστρίου, καὶ τὸ τρίτο ἀφορᾶ τὸ ἡλιακὸ ἢ κοιλιακὸ πλέγμα καὶ τὸν ὀμφαλό. Τὰ τρία αὐτὰ ἐνεργειακὰ κέντρα εἶναι τὰ κατώτερα. Τὸ τέταρτο κέντρο ἐντοπίζεται στὸ καρδιακὸ πλέγμα, κατέχει δὲ τὴν κεντρικὴ θέση ἀνάμεσα στὰ κατώτερα καὶ τὰ ἀνώτερα τσάκρα. Τὸ πέμπτο βρίσκεται στὸ φαρυγγικὸ πλέγμα. Τὸ ἕκτο τοποθετεῖται ἀνάμεσα στὰ δύο μάτια, λίγο ψηλότερα ἀπὸ τὰ φρύδια, σὲ εὐθεία γραμμὴ πάνω ἀπὸ τὴ μύτη, ὀνομάζεται μετωπικὸς λωτὸς – ἢ κοινῶς τρίτο μάτι – καὶ ἀφορᾶ τὸ πλέγμα τοῦ σπηλαίου, μᾶς θυμίζει δὲ τὸν ὀφθαλμὸ τοῦ Κύκλωπα Πολύφημου. Τέλος, τὸ ἕβδομο τοποθετεῖται ἀκριβῶς στὸ κέ­ντρο τοῦ κρανιακοῦ θόλου καὶ δὲν συσχετίζεται μὲ κανένα μέρος ἢ ὄργανο τοῦ σώματος, ἂν καὶ μερικοὶ τὸ συναρτοῦν μὲ τὸ κωνάριο ἢ τὴν ἐπίφυση. Τὰ τελευταῖα τρία παραπάνω τσάκρα ἀποτελοῦν τὰ ἀνώτερα ἐνεργειακὰ κέντρα στὸν ἄνθρωπο [3].

Σύγχρονη δυτικὴ ἀπεικόνιση τῶν τσάκρα.

Κατὰ μίαν ἄλλη θεώρηση, τὰ ἐνεργειακὰ κέντρα στὸν ἄνθρωπο εἶναι τὰ ἑξῆς τρία: α) τὸ κέντρο τῆς Φαντασίας (διανοητικὸ κέντρο), ποὺ ἑδράζεται στὸν ἐγκέφαλο, β) τὸ κέντρο τῆς Θέλησης (συναισθηματικὸ κέντρο), ποὺ ἑδράζεται στὴν καρδιά, καὶ γ) τὸ κέντρο τῆς Ἰσχύος (ἐνστικτοκινητικὸ κέντρο), ποὺ ἑδράζεται στὰ γεννητικὰ ὄργανα.
Ἐνδιαφέρον παρουσιάζει νὰ δεῖ κανείς, ἀπὸ μορφολογικὴ καθαρὰ ἄποψη, ποιὸ εἶναι τὸ κέντρο τῆς ἀνθρώπινης μορφῆς. Στὴν ἐπίπεδη, δισδιάστατη, κατὰ πρόσωπο, ἀπεικόνιση τῆς ἀνθρώπινης μορφῆς, εἴθισται νὰ τοποθετοῦν τὸ κέντρο της στὸν ὀμφαλό. Σύμφωνα ὅμως μὲ τὸν περίφημο Κανόνα τοῦ Πολύκλειτου (Ε´ π.Χ. αἰ.)[4], τοῦ ὁποίου οἱ ἀναλογίες καθόριζαν τὶς ὀργανικὲς σχέσεις τοῦ σώματος ὄχι κατὰ φύσιν, – ἀφοῦ ἡ πιστή, ἡ ρεαλιστικὴ ἀπεικόνιση τῆς φύσης δὲν εἶναι ὁ ἀντικειμενικὸς σκοπὸς οὔτε τῆς ἑλληνικῆς οὔτε καὶ τῆς ἐν γένει τέχνης –, ἀλλὰ συμβατικῶς, ἡ εὐθεία ποὺ τέμνει ὁριζόντια τὸ ἀνθρώπινο κορμὶ σὲ δύο ἴσα τμήματα διέρχεται ἀπὸ τὴν ἡβικὴ χώρα, ἡ ὁποία τοποθετεῖται ἔτσι ἐντέλει τόσο στὴν ἀνώτερη περιοχὴ τοῦ κατώτερου τμήματος τοῦ σώματος ὅσο καὶ στὴν κατώτερη περιοχὴ τοῦ ἀνώτερου τμήματός του.
Ρωμαϊκὸ ἀντίγραφο τοῦ «Δορυφόρου» τοῦ Πολύκλειτου, Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο τῆς Νάπολης.

Ἀπὸ φιλοσοφικὴ ἄποψη, τὸ κέντρο μιᾶς μορφῆς πρέπει νὰ εἶναι ὑπερυλικό, ἰδεατό˙ νὰ εἶναι τὸ κέντρο ὕπαρξής της, τὸ κέντρο τῆς ὑλικῆς της ἔστω ὑπόστασης, τὸ σημεῖο ἐκεῖνο ἀπὸ τὸ ὁποῖο νὰ ἀναγνωρίζεται ἡ Ἰδέα, τὴν ὁποία ἡ συγκεκριμένη μορφὴ ἐκφράζει στὸν κόσμο ἐτοῦτο. Γιὰ τὴν ἀνθρώπινη τουλάχιστον μορφὴ θεωροῦμε πὼς αὐτὸ εἶναι τὸ πρόσωπο καὶ εἰδικότερα τὰ μάτια, τὰ ὁποῖα ἀντανακλοῦν ἀδιάψευστα τὸ ἐσωτερικὸ ποιὸν τοῦ φορέα τους. Γι’ αὐτό, ὅποτε ἀνακαλοῦμε στὴ μνήμη μας ἕνα ἄτομο, ἐπαναφέρουμε νοερὰ τὴν εἰκόνα τοῦ προσώπου του. Ἔτσι, ἀναφερόμενοι στὸν ἄνθρωπο ἐν γένει, κάνουμε λόγο γιὰ πρόσωπο, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ πρόσωπο κατέληξε νὰ εἶναι συνώνυμο τοῦ ἀνθρώπινου ὄντος.

Σὲ πνευματικὸ ἐπίπεδο, τὸ γαιοδυναμικὸ κέντρο τοῦ κόσμου, καὶ εἰδικότερα τῆς Γῆς, ἀνέκαθεν τὸ καλοῦσαν ὀμφαλὸ στοὺς χώρους τοῦ ἐσωτερισμοῦ καὶ τῆς μύησης. Καὶ ὅπως ὀμφαλὸς εἶναι τὸ κέντρο τοῦ ἀνθρώπινου σώματος, τὸ σημεῖο ἐκεῖνο, μέσω τοῦ ὁποίου τὸ ἔμβρυο ἑνώνεται μὲ τὴ μητέρα του, τρέφεται, ζεῖ καὶ ἀναπτύσσεται, ἔτσι καὶ στὴ μυητικὴ γλώσσα ὀμφαλὸς ὀνομάζεται ὁ χῶρος ἐκεῖνος μέσα στὸν κόσμο ὅπου, μὲ θεία πρωτοβουλία, γίνεται ἐγκατάσταση πνευματικῆς Χάριτος, προκειμένου νὰ ἐπιτελεστεῖ θεῖο Ἔργο παγκόσμιας ἀκτινοβολίας. Ὁ χῶρος αὐτὸς ἑνώνεται μέσω ἀστρικοῦ ὀμφάλιου λώρου μὲ τὸ Θεῖον, ἀπὸ τὸ ὁποῖο τρέφεται, συντηρεῖται καὶ ἐκτελεῖ τὸν προορισμό του ποὺ εἶναι νὰ διαδώσει στὸν κόσμο θεῖες Βουλές. Ἔτσι, ὁ ὀμφαλὸς ἐξασφαλίζει τὴ δίοδο ἐπικοινωνίας τῶν κάτω μὲ τὰ ἄνω, δηλαδὴ τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸ Θεῖον, ἀλλὰ βέβαια καὶ τῶν ἄνω μὲ τὰ κάτω.
Μεγάλος ἀριθμὸς παραδόσεων θεωρεῖ ὡς ἀπαρχὴ τοῦ κόσμου ἕναν ὀμφαλὸ ἀπὸ ὅπου ἡ θεοφάνεια διαχέεται στὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα. Τοῦτος ἐντοπιζόταν σὲ ἕνα συγκεκριμένο σημεῖο ἑνὸς τόπου (βλ. τὸν ὀμφαλὸ τῶν Δελφῶν) ἢ σὲ ἕναν εὐρύτερο τόπο (βλ. τὴ Δῆλο, τὸν Λυκαβηττό, τὸ λόφο τῆς Σιών, τὸν Καύκασο, τὴ Μέμφιδα καὶ τὴν Ἄβυδο στὴν Αἴγυπτο κ.ἄ.)[5]. Συμβολικῶς ὁ ὀμφαλὸς παρεστάθη στὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα μὲ ὠοειδὴ λίθο συχνότατα κοσμημένο μὲ ταινίες δαφνῶν ἢ δικτυωτὸ πλέγμα, τὴν κάνναβο. Οἱ παραστάσεις τοῦ ὀμφαλοῦ σὲ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ μνημεῖα συνδέονται συνήθως μὲ τὸν Ἀπόλλωνα ἢ μὲ σύμβολα τῆς λατρείας του [6]. Ἐξάλλου, στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες, κοινὴ ἦταν ἡ ἀντίληψη ἑνὸς ἱεροῦ κέντρου ὄχι μόνο στὴ στεριὰ ἀλλὰ ἐπίσης στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ θάλασσα. Ἔτσι, ὀμφαλὸς τοῦ οὐρανοῦ ἐθεωρεῖτο ὁ πολικὸς ἀστέρας, γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖο μοιάζει νὰ στρέφεται τὸ στερέωμα, ἐνῶ τῆς θάλασσας ἐθεωρεῖτο, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Ὅμηρος [7], τὸ νησὶ τῆς Καλυψοῦς, ἡ Ὠγυγία. Ἐπίσης, μυστικὸ κέντρο παγκόσμιας πνευματικῆς ἀκτινοβολίας, νοητὸς φάρος ὥστε νὰ φωτίζεται ἡ ἀνθρωπότητα στὸ δρόμο τῶν πεπρωμένων της, ὀμφαλὸς τοῦ ὀμφαλοῦ Ἑλλάς, θεωρεῖται ἡ Ἀθήνα μὲ ὀμφαλικὸ ἐπίκεντρό της τὸ λόφο τῆς Ἀκρόπολής της.

Ἑλληνιστικὸ ἢ ρωμαϊκὸ ἀντίγραφο τοῦ ἀρχαϊκοῦ ὀμφαλοῦ˙ περιβάλλεται ἀπὸ τὸ «ἀγρηνόν», τὸ δικτυωτὸ πλέγμα, καὶ στὴν κορυφή του στηρίζονταν οἱ δύο χρυσοὶ ἀετοὶ πού, σταλμένοι ἀπὸ τὸν Δία, συναντήθηκαν στοὺς Δελφούς, Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο Δελφῶν.


Δοθέντος ὅτι τὸ Θεῖον εἶναι ἀπόλυτο καὶ ἑπομένως τέλειο, δὲν μπορεῖ παρὰ καὶ οἱ ἐκφράσεις Του νὰ εἶναι τέλειες. Ὡς ἐκ τούτου, δὲν τίθεται θέμα διαβάθμισης τῶν θείων Ἰδεῶν σὲ μία κλίμακα τελειότητας καὶ συνεπῶς ἐξέλιξης, ἀφοῦ οἱ θεῖες Ἰδέες εἶναι ἀπόλυτες, ἡ δὲ ἀπολυτότητα χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν τελειότητα. Καθώς, λοιπόν, ὅλες οἱ μορφὲς εἶναι τὸ ἀποτύπωμα τῶν ἀπειροαιώνιων, ἀπόλυτων θείων Ἰδεῶν στὸν κόσμο, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχουν κατασκευαστικὰ τελειότερες ἢ ἀτελέστερες μορφὲς ἀπὸ κάποιες ἄλλες, πόσω μᾶλλον ποὺ ὅλες εἶναι, ὡς πρὸς τὴν προτύπωσή τους τουλάχιστον, ἐξίσου τέλειες. Καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δημιουργήθηκε ἡ παραμικρότερη, ἡ ἀφανέστερη, φυσικὴ μορφὴ χωρὶς νὰ ἔχει προικιστεῖ ἀπὸ τὸν Δημιουργὸ – ποὺ γιὰ τὰ πάντα προνοεῖ μὲ ἀμέριστη Ἀγάπη – μὲ ὅλα τὰ στοιχεῖα ἐκεῖνα ποὺ τῆς εἶναι ἀπαραίτητα προκειμένου νὰ ἐκπληρώσει τὸ σκοπὸ ἀκριβῶς γιὰ τὸν ὁποῖο δημιουργήθηκε. Τὸ ὅτι ὅμως δὲν συμβαίνει τοῦτο ὀφείλεται στὸν ἀρνητικὸ παράγοντα, πού, στὸ ἐπίπεδο αὐτό, ἐναντιώνεται σὲ κάθε θετικὴ δράση ἔτσι ὥστε, μεταξὺ ἄλλων, νὰ ἀποκλίνουν τελικὰ οἱ φυσικὲς μορφὲς ἀπὸ τὴν ἀρχετυπική τους τελειότητα.
Ὑπάρχουν βέβαια λιγότερο ἢ περισσότερο σύνθετες μορφὲς σὲ σχέση μὲ κάποιες ἄλλες ὡς πρὸς τὴ δομὴ καὶ τὴ σύστασή τους. Ὡστόσο τὸ πολυσυνθετότερο δὲν σημαίνει κατ’ ἀνάγκην καὶ τελειότερο, ἀφοῦ μόνον ὁ βαθμὸς συνειδητότητας εἶναι κριτήριο τῆς τελειότητας, ἡ δὲ συνειδητότητα ἀφορᾶ μόνο στὰ ἀνθρώπινα ὄντα. Ἐντούτοις αὐτὸ δείχνει ἀσφαλῶς τὸ βαθμὸ δυναμισμοῦ καὶ τὴν αὐστηρὴ ἰδιαιτερότητα τοῦ ρόλου τὸν ὁποῖο καλεῖται νὰ διαδραματίσει κάθε μορφὴ κατὰ τὸ πέρασμά της ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦτο, ρόλο γιὰ τὸν ὁποῖο ἄλλωστε ἔχει προγραμματιστεῖ καὶ δημιουργηθεῖ.
Καταχρηστικῶς μποροῦμε νὰ χαρακτηρίσουμε τέλειες τὶς φυσικὲς ἐκεῖνες μορφὲς ποὺ σοῦ ἐπιτρέπουν νὰ γνωρίζεις προκαταβολικὰ τὸ πολλαπλάσιό τους, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν ὁλοκληρωμένη τελικὴ μορφὴ τῆς ὁποίας αὐτὲς ἀποτελοῦν μέρος. Τέτοιες μορφὲς εἶναι π.χ. οἱ μικροκρύσταλλοι.
Ὅπως δὲν ὑπάρχουν τελειότερες ἢ ἀτελέστερες μορφὲς ἀπὸ κάποιες ἄλλες, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχουν καλύτερες ἢ χειρότερες ὄψεις τοῦ Θείου, κατὰ τὴν ἴδια ἔννοια δὲν ὑπάρχουν, ἀπὸ ἠθικῆς ἀπόψεως, καλὲς ἢ κακὲς μορφές. Ὑπάρχουν ἁπλῶς μορφὲς στὶς ὁποῖες ἡ πρόσκρουση τοῦ Κακοῦ ἔχει συντελεστεῖ σὲ ὑψηλότερο ἢ χαμηλότερο βαθμό. Μορφὴ στὴν ὁποία νὰ ἔχει πλήρως κυριαρχήσει τὸ Κακὸ δὲν ὑπάρχει, γιατὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ θὰ ἐκμηδενιζόταν ἡ συγκεκριμένη μορφὴ λόγω τοῦ ὅτι τὸ Κακὸ εἶναι καταστρεπτικὸ καὶ ὄχι δημιουργικό. Ἄρα καμία μορφὴ δὲν εἶναι δυνατὸν ποτὲ νὰ καταληφθεῖ ἐντελῶς ἀπὸ τὸ Κακό. Ἡ δομή της καὶ μόνο, ἡ συγκρότησή της καὶ μόνο ὡς μορφῆς μᾶς ὑποδηλώνει ὅτι τὸ Καλὸ ὑπερέχει σὲ αὐτήν, ἀφοῦ τὸ Καλὸ εἶναι ποὺ συνέχει καὶ συντηρεῖ τὸ Πᾶν, παρέχει τὴ Ζωὴ στὸ Πᾶν, γεγονὸς ποὺ ὑποδηλώνει ὅτι τὸ Καλὸ πάντοτε ἐπικρατεῖ. Μὴν ξεχνᾶμε ἐξάλλου πὼς καὶ ἡ πιὸ «κακὴ» – ἂς μᾶς ἐπιτραπεῖ ὁ ἀτυχὴς αὐτὸς ὅρος – μορφὴ δὲν παύει νὰ ἔχει τὴ σκοπιμότητά της, τὴ σκοπιμότητα τῆς θείας Ἰδέας, τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ ἀντανάκλαση στὸν κόσμο μας, ἀσχέτως ἂν ἡ σκοπιμότητα αὐτὴ δὲν εἶναι πάντοτε ἐμφανής, ἐμποδιζόμενη ἀπὸ τὸ Κακό. Ἄρα πάλι τὸ Καλὸ ὑπερισχύει καὶ σ’ αὐτήν, εἰδάλλως θὰ ἔπαυε νὰ ὑφίσταται γιατὶ θὰ εἶχε ἀποδομηθεῖ, διαλυθεῖ, καὶ θὰ ἐφέρετο πρὸς μεταμόρφωση ὅπως ἄλλωστε ὅλες οἱ ἀνεξέλικτες ἢ ἐλαττωματικὲς μορφές.

Σημειώσεις

1. σανσκριτικά˙ ἡ κλασικὴ κυρίως ἀρχαία ἰνδικὴ γλώσσα. Σὲ αὐτὴ τὴ γλώσσα ἔχουν γραφεῖ τὰ γνωστὰ ἰνδικὰ ἔπη Μαχαμπαράτα καὶ Ραμαγιάνα. Πίσω
2. ταντρικὴ φιλοσοφία ἢ ταντρισμός˙ σύνολο πεποιθήσεων καὶ τελετουργιῶν ποὺ στηρίζονται στὶς τάντρα καὶ συνδέονται μὲ τὸν Ἰνδουϊσμό, τὸν Ζαϊνισμὸ καὶ τὸν ὕστερο Βουδισμό. Ὁ ταντρισμὸς ἀποσκοπεῖ στὴ σωτηρία μέσω τῆς ἐσωτερικῆς γνώσης τῶν νόμων τῆς φύσης. Πίσω
3. Οἱ σανσκριτικὲς ὀνομασίες, μεταγραμμένες σὲ ἑλληνικὸ ἀλφάβητο (καὶ ἐντὸς παρενθέσεων σὲ λατινικό), τῶν ἑπτὰ βασικῶν τσάκρα καὶ πάντμα, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὸ κατώτερο, εἶναι οἱ ἑξῆς: 1) γκούντα τσάκρα (guda chakra) ἤ μουλαντάρα πάντμα (muladhara padma), 2) ἴντρι τσάκρα (indry chakra) ἢ σβαντιστάνα πάντμα (svadhisthana padma), 3) νάμπι τσάκρα (nabhy chakra) ἢ μανιπούρα πάντμα (manipura padma), 4) χριντέι τσάκρα (hridey chakra) ἢ ἀναχάτα πάντμα (anahata padma), 5) κάνθ τσάκρα (kanth chakra) ἢ βισούντα πάντμα (vissuddha padma), 6) ἄγνια τσάκρα (ajna chakra) ἢ μπραχμαρέντρα πάντμα (brahmarendra padma) καὶ 7) σαχασράρα (sahasrara). Πίσω
4. Ὁ Πολύκλειτος, μαζὶ μὲ τὸν κατὰ δέκα περίπου χρόνια μεγαλύτερό του Φειδία, εἶναι σὲ μεγάλο βαθμὸ ὑπεύθυνος γιὰ τὴν καθιέρωση σωματικῶν ἀναλογιῶν, οἱ ὁποῖες ἐκφράζουν αὐστηρὰ τοὺς κανόνες τῆς ἐποχῆς του γιὰ τὸ ἰδανικὸ πρόσωπο καὶ σῶμα. Τὸ ἔργο τοῦ Πολύκλειτου ὁ Δορυφόρος λέγεται καὶ Κανών, ἐπειδὴ ἐξέφραζε τὶς θεωρητικὲς ἀπόψεις του γιὰ τὴν αἰσθητικὴ καὶ χρησίμευε ὡς πρότυπο διαστάσεων καὶ ἀναλογιῶν γιὰ τοὺς ἄλλους καλλιτέχνες. Πίσω

Ἀπεικόνιση τῶν τσάκρα ἀπὸ ἰνδικὸ χειρόγραφο γιὰ τὴ γιόγκα τοῦ 1899.


5. Τοποθετημένοι μέσα στὸν κύριο πνευματικὸ Ὀμφαλὸ ποὺ λέγεται Ἑλλάς, ὑπῆρξαν πολλοὶ φάροι ποὺ δίδαξαν στοὺς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν τὴν Ἀλήθεια. Τέτοιοι φάροι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Παρνασσὸ καὶ εἰδικότερα τοὺς Δελφοὺς μὲ τὴν ἀνώτατη Ἡλιακὴ Συνείδηση ἐπὶ τῆς Γῆς, ὑπῆρξαν, μεταξὺ ἄλλων: ὁ Ὄλυμπος μὲ τὸ Δωδεκάθεο, ἡ Σαμοθράκη μὲ τὰ Καβείρια Μυστήρια, ἡ Πιερία μὲ τὰ Ὀρφικά, ἡ Κνωσὸς μὲ τὰ Μινωικά, ἡ Ἐλευσίνα μὲ τὰ Ἐλευσίνια Μυστήρια τῆς Δήμητρας καὶ τῆς Κόρης της Περσεφόνης, ὁ ῾Υμηττὸς μὲ τοὺς Λυκομῆδες. Πίσω
6. Ἐνδεικτικὰ ἂς ἀναφερθεῖ ἀγγεῖο τῆς Νεάπολης, στὸ ὁποῖο εἰκονίζεται Ἀπόλλων Κιθαρωδὸς νὰ κάθεται πάνω σὲ ὀμφαλό, καθὼς καὶ σπαρτιάτικο ἀνάγλυφο τοῦ Ἀπόλλωνα Κιθαρωδοῦ καὶ τῆς Ἀρτέμιδος σπένδουσας, στὸ ὁποῖο βλέπουμε ὀμφαλὸ ἐν μέσω ἀετῶν, στραμμένων ὁ μὲν ἀριστερὸς πρὸς δυσμάς, ὁ δὲ δεξιὸς πρὸς ἀνατολάς. Πίσω
7. Ὀδύσσ. α 50 (... ὅθι τ’ ὀμφαλὸς ἔστι θαλάσσης). Πίσω


*Πρωτοδημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ Ἐμβόλιμον, τχ 69-70, Φθινόπωρο 2013 - Χειμώνας 2014, σσ. 150-155.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου