Ὁ ἄνθρωπος ὡς δημιουργὸς ὑλικῶν μορφῶν

Ὁ ἄνθρωπος ὡς δημιουργὸς ὑλικῶν μορφῶν[*]

Μνήμη Εὐαγγελίας Μπούρα


Γιὰ νὰ γίνει ὁποιοδήποτε δημιούργημα χρειάζεται ἡ ὕπαρξη μιᾶς Ἰδέας καθὼς καὶ ἡ πρώτη ὕλη, μὲ τὸ ἐπένδυμα τῆς ὁποίας θὰ ἐμφανιστεῖ ἡ Ἰδέα αὐτή. Ἐκεῖνο ποὺ προκύπτει στὸν κόσμο ἐτοῦτο εἶναι ἡ μορφή. Γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ ὡστόσο ἡ μορφὴ, χρειάζεται ἐπίσης ἡ αἰθερικὴ μήτρα, μέσα στὴν ὁποία θὰ κυοφορηθεῖ αὐτή. Ἑπομένως ὅλες ἀνεξαιρέτως οἱ φυσικὲς μορφὲς ἀποτελοῦν, κατὰ τὴν εὐρεία πλατωνικὴ θεώρηση, ὑλομορφοποιήσεις αἰθερικῶν προτυπώσεων τῶν θείων Ἰδεῶν. Τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα ὅμως δὲν γεννᾶ Ἰδέες˙ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐκφαίνει δικές του, πρωτότυπες ἰδέες, οὔτε μπορεῖ ἀπὸ τὸ μὴ ὑπάρχειν, ἐκ τοῦ μηδενός, νὰ δημιουργήσει κάτι, ἀλλὰ μόνο νὰ συλλαμβάνει, μὲ πληρέστερο ἢ ἐλλειπέστερο τρόπο, προϋπάρχουσες Ἰδέες. Τὸ συλληφθὲν ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ εἶναι τελικὰ ὁ ἀπώτερος ἀπόηχός τους.

Ὁ Θεὸς δημιουργεῖ ἐκ τοῦ μηδενὸς τὴν Ὕλη καὶ παρεπομένως τὶς φυσικὲς μορφές, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος τὸ μόνο ποὺ εἶναι σὲ θέση νὰ κάνει εἶναι νὰ ἀνασυνθέτει, νὰ ἀναπλάθει τὴν ὑπάρχουσα ὕλη˙ νὰ δίνει νέα ἐμφάνιση στὶς ὑπάρχουσες φυσικὲς μορφὲς τοῦ Κόσμου τῆς Ὕλης, μεταπλάθοντάς τες, νὰ μεταποιεῖ τὰ ὑφιστάμενα πρωταρχικὰ μορφικὰ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα ἀντλεῖ ἀπὸ τὴν ὑλικὴ Δημιουργία, καὶ νὰ φτιάχνει μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο νέες -κατὰ τὴν ἄποψή του- μορφές. Οἱ ἀνθρωποποίητες μορφὲς δὲν εἶναι, λοιπόν, τίποτε ἄλλο παρὰ ἀναπλάσεις, μεταποιήσεις τῆς ὑφιστάμενης πρώτης ὕλης, ἁπλὲς ἀνασυνθέσεις -ὅσο μεγαλοφυεῖς κι ἂν μᾶς φαίνονται- κάποιων ἐπὶ μέρους, φυσικῶν πάντοτε μορφῶν τῆς ὑλικῆς Δημιουργίας σὲ νέα μορφικὰ σύνολα. Κατὰ συνέπεια, ὁ ἄνθρωπος δὲν δημιουργεῖ, ἀφοῦ δημιούργημα θεωροῦμε μόνον ὅ,τι φέρει τὴ σφραγίδα τῆς Ζωῆς, ὅ,τι εἶναι στοιχεῖο Ζωῆς. Ὁ ἄνθρωπος ἁπλῶς παράγει, κατασκευάζει παντὸς εἴδους προϊόντα ἢ καλλιτεχνήματα.

Ὅταν ὁ ἀμερικανὸς ἀρχιτέκτονας, ἐφευρέτης, μηχανικὸς καὶ ποιητὴς Ρίτσαρντ Μπάκμινστερ Φοῦλλερ (Richard Buckminster Fuller, 1895-1983) παρουσίασε γιὰ πρώτη φορὰ τὸν γεωδαιτικὸ ἐκεῖνο θόλο (Geodesic Dome) ποὺ θὰ παρέμενε ἀπὸ τότε περίφημος μὲ τὸ ὄνομα τοῦ ἐφευρέτη του, ἡ διεθνὴς ἀρχιτεκτονικὴ κοινότητα χαιρέτησε ὡς πρωτότυπη καὶ εὑρηματικὴ τὴν ἰδέα κατασκευῆς τοῦ ἐν λόγω πρωτοποριακοῦ οἰκοδομήματος. Ἀργότερα ὡστόσο, τὸ 1985 καὶ πάντως μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ἀρχιτέκτονα, ἀνακαλύφτηκε πειραματικὰ στὰ ἐνδοαστρικὰ νεφελώματα, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε ἐντοπιστεῖ θεωρητικά, μία τρίτη, ἄγνωστη μέχρι τότε καὶ ἰσχυρότερη ἀλλοτροπικὴ μορφὴ τοῦ ἄνθρακα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἀδάμαντα καὶ τὸν γραφίτη: ὁ ἄνθρακας-60 (C60). Πρόκειται γιὰ ἕνα σφαιρικὸ μόριο ἀποτελούμενο ἀπὸ 60 ἄτομα ἄνθρακα, πού, λόγω τῆς ὁμοιότητάς του, μορφικά, μὲ τὸν παραπάνω γεωδαιτικὸ θόλο, ὀνομάστηκε πρὸς τιμὴν τοῦ ἀρχιτέκτονά του μπακμινστερφουλλερένιο, καὶ ἁπλούστερα φουλλερένιο ἢ φουλλερίτης. Τοῦτο ἀποδεικνύει γι’ ἄλλη μία φορὰ περίτρανα ὅτι καμιὰ ἀνθρώπινη σύλληψη, ἀκόμα κι ὅταν μοιάζει καινοφανής, δὲν εἶναι οὐσιαστικὰ πρωτότυπη. Μιὰ ἄλλη ἀπόδειξη τούτου εἶναι οἱ ὀνειρικὲς μορφὲς ποὺ δὲν τὶς ἔχουμε ξαναδεῖ ποτέ. Εἶναι ἄραγε οἱ ἄυλες αὐτὲς μορφὲς ἁπλῶς προϊόντα τῆς φαντασίας μας; Κι ἂν εὐσταθεῖ αὐτὴ ἡ ὑπόθεση, ἀπὸ ποῦ τὶς ἀντλεῖ ἡ φαντασία μας; Μὰ ἀπὸ ποῦ ἀλλοῦ παρὰ ἀπὸ τὸ Αἰθερικὸ (ἢ ἀλλιῶς Παγκόσμια Ψυχὴ) ὅπου ὑπάρχουν οἱ αἰθερικὲς προτυπώσεις τους. Μὲ αὐτὲς συνδεόμαστε ὅταν βρεθοῦμε στὴν κατάσταση τοῦ ὕπνου, κατὰ τὴν ὁποία ἐπιτελεῖται ἡ μετάβαση τῆς ἀτομικῆς μας ψυχῆς ἀπὸ τὸ ὑλικὸ στὸ αἰθερικὸ ἐπίπεδο. Ἄρα, τίποτα τὸ ἀνθρωποποίητο δὲν μπορεῖ νὰ διεκδικεῖ δάφνες πρωτοτυπίας, ἀφοῦ «οὐδὲν καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον»˙ ἁπλῶς ἔρχεται κάποτε ἡ ὥρα, ἡ στιγμή, ποὺ ἀποσύρεται κάποια πτυχὴ τοῦ πέπλου, τὸ ὁποῖο καλύπτει τὴν ἀπειροαιώνια Ἀλήθεια, κι ἔτσι ἀποκαλύπτεται κάπως ἡ Φύσις-Ἶσις.


Ὁ Ρίτσαρντ Μπάκμινστερ Φοῦλλερ



Ὁ Γεωδαιτικὸς Θόλος

Ὅπως προαναφέρθηκε, ὅλες ἀνεξαιρέτως οἱ ὑλικὲς μορφές -τόσο οἱ φυσικὲς ὅσο καὶ οἱ ἀνθρωποποίητες, ἀκόμα δὲ καὶ οἱ λεγόμενες «φανταστικές»-, ἀποτελοῦν ὑλομορφοποιήσεις αἰθερικῶν προτυπώσεων τῶν θείων Ἰδεῶν. Τοῦτο ἐξηγεῖ τὴν ἐμφάνιση ταυτόσημων ἢ παραπλήσιων μυθολογικῶν ἢ συμβολικῶν μορφῶν σὲ διαφορετικοὺς πολιτισμούς, ποὺ δὲν εἶχαν κατ΄ἀνάγκην ἔρθει σὲ ἐπαφὴ μεταξύ τους. Ἐνδεικτικὰ ἂς ἀναφερθοῦν οἱ μορφὲς τοῦ ἀγγέλου καὶ τοῦ δράκοντα ἢ τὰ παγκόσμια σύμβολα τοῦ κύκλου καὶ τοῦ σταυροῦ.
Οἱ μορφὲς αὐτὲς ποὺ ἀφοροῦν τὸ χῶρο τῆς μυθολογίας (π.χ. ὁ κένταυρος, ἡ χίμαιρα, ἡ γοργόνα κ.ἄ.) δείχνουν νὰ εἶναι πιὸ ἐλεύθερες, ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν φαίνεται νὰ ὑπακούουν, ὅπως οἱ φυσικὲς μορφές, στὸν καταναγκασμὸ τῶν Νόμων, παρὰ μόνο στὴ φαντασία καὶ στὴν εὑρηματικότητα τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ. Ἐντούτοις, ἂν τὶς παρατηρήσει κανεὶς προσεκτικότερα, θὰ διαπιστώσει ὅτι δὲν ὑπάρχει οὔτε μία φανταστικὴ μορφὴ ποὺ νὰ μὴ διαθέτει ἔστω καὶ ἕνα μόνο γνωστὸ ἢ ἀναγνωρίσιμο στοιχεῖο. Ἔτσι, μιὰ μυθολογικὴ μορφὴ μπορεῖ μὲν νὰ εἶναι φανταστική, πλὴν ὅμως δὲν παύει νὰ περιέχει σαφεῖς ἀναφορὲς στὸν κόσμο τοῦ ὑπαρκτοῦ. Καὶ τοῦτο γιατὶ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς δὲν εἶναι οὐσιαστικὰ ἱκανὸς νὰ συλλάβει, νὰ φανταστεῖ κάτι τὸ μὴ ὑπάρχον. Μπορεῖ μόνο νὰ ἀνακαλεῖ, νὰ ἀναπαριστάνει, νὰ σχηματίζει καὶ νὰ συνδυάζει ἐλεύθερα εἰκόνες καὶ παραστάσεις ποὺ ἔχουν ὑποπέσει στὴν ἀντίληψή του. Συνεπῶς ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νὰ δημιουργήσει κάτι ποὺ νὰ ὀφείλεται ἀποκλειστικὰ στὴν ἐπινόησή του ἤ, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε κι ἀλλιῶς, ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ δημιουργήσει καμία μορφὴ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος. Μπορεῖ ὡστόσο νὰ δημιουργήσει νέες μορφὲς μὲ τὸ συνδυασμὸ ἄλλων μορφῶν ἢ στοιχείων ὑπαρχουσῶν μορφῶν. Καὶ βέβαια μπορεῖ νὰ καταστρέφει μορφές, ἀλλὰ ὄχι νὰ ἐξαλείψει τὴν αἰθερική τους προτύπωση, κι ἐπίσης μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει τὴν ἀφαίρεση ἐπὶ τῆς μορφῆς, σὲ μιὰ συνειδητὴ προσπάθειά του νὰ τὴν ὑπερβεῖ.

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι συνεχῶς πομπὸς ἀλλὰ καὶ δέκτης πάσης φύσεως ἐνεργειῶν, τὶς ὁποῖες ἀποκρυσταλλώνει ὡς σκέψη, ἐπεξεργάζεται νοητικὰ καὶ στὴ συνέχεια μορφοποιεῖ. Ὅταν οἱ ἐνέργειες ποὺ δέχεται εἶναι ἀρνητικές, ὁ ἄνθρωπος ἐπηρεάζεται, φυσικά, ἀρνητικὰ καὶ ὁδηγεῖται στὴν παραγωγὴ μορφῶν, οἱ ὁποῖες ἐναντιώνονται πρὸς τὴ Ζωή. Τὸ παράδοξο τῆς ὕπαρξης τῶν ἀρνητικῶν ἐνεργειῶν θεωρεῖται, ἀπὸ τὶς τρεῖς τουλάχιστον λεγόμενες «μονοθεϊστικὲς» θρησκεῖες καθὼς καὶ ἀπὸ τὶς ἐσωτερικὲς παραδόσεις, συνέπεια τοῦ πνευματικοῦ ἐκείνου συμβάντος τὸ ὁποῖο ἀποκαλεῖται «Πτώση». Τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀφήνεται νὰ δέχεται τὴν ἐπήρεια εἴτε θετικῶν εἴτε ἀρνητικῶν ἐνεργειῶν συμβαίνει ἐπειδὴ εἶναι φύσει ἐλεύθερος νὰ ἐπιλέγει κάθε στιγμὴ τὴν ταύτισή του εἴτε μὲ τὸ καλὸ εἴτε μὲ τὸ κακό. Ἡ ταύτισή του αὐτὴ ἐξαρτᾶται ἀπόλυτα ἀπὸ τὴν ἁγνότητά του, ἡ ὁποία τοῦ ἐπιτρέπει νὰ ἀναπτύξει τὴν πνευματικὴ ἀρετὴ τῆς διάκρισης. Ἀπὸ ὅλα τὰ προαναφερθέντα προκύπτει πὼς οἱ ἀνθρωποποίητες ἢ τεχνητὲς μορφὲς δὲν εἶναι ἀποτυπώματα θείων Ἰδεῶν ἀλλὰ ἀποκυήματα τῆς ἀνθρώπινης νόησης, καὶ μάλιστα τόσο ἐπιτυχέστερα ὅσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου ἀφενὸς νὰ συλλαμβάνει ἰδέες καὶ ἀφετέρου νὰ τὶς ἀποτυπώνει στὴν ὕλη μὲ τὴν κατάλληλη μορφή, ἀκολουθώντας, φυσικά, τὴ διαίσθησή του καὶ ὑπακούοντας στὴν ἔμπνευσή του.

Μόνον ὁ Θεὸς εἶναι Δημιουργός. Ἀποτελεῖ, ἑπομένως, ὕβρη πρὸς τὸν Δημιουργὸ τοῦ Παντὸς νὰ χαρακτηρίζεται δημιουργὸς ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ «οὐ δύναται μίαν τρίχα λευκὴν ἢ μέλαιναν ποιῆσαι» (Ματθ. ε’. 36). Στὴν πραγματικότητα, ὁ ἄνθρωπος δὲν δημιουργεῖ, ἀλλὰ μιμεῖται, κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον ἐπιτυχῶς, ἀρχέτυπα μορφῶν. Δὲν εἶναι, λοιπόν, πρωτότυπος ἢ ἂμεσος δημιουργός˙ εἶναι ἁπλῶς ἔμμεσος, θὰ λέγαμε, δημιουργός, ὁ ὁποῖος «δημιουργεῖ» τότε μόνον ὅταν φτάνει στὸ σημεῖο ἐκεῖνο τῆς ἐσωτερικῆς, τῆς πνευματικῆς ἐξέλιξης ποὺ τοῦ παρέχει τὴ μοναδικότητα τοῦ νὰ συντονίζεται ὅσο τὸ δυνατόν τελειότερα μὲ τὸν κόσμο τῶν Ἰδεῶν, νὰ δονεῖται ἀπὸ αὐτὲς καὶ νὰ δίνει μορφὴ στὸ πρωτογενὲς ὑλικὸ τῶν Ἰδεῶν ποὺ συνέλαβε. Μόνον ἔτσι ἀναβιβάζεται ἀπὸ παραγωγὸς προϊόντων, ἀπὸ κατασκευαστής, σὲ παράλληλο «δημιουργό»˙ μόνον ἔτσι καθίσταται, τρόπον τινά, «συνδημιουργὸς» τοῦ κόσμου ἐντὸς τοῦ ὁποίου ζεῖ.

Ἀπὸ τὶς ἀνθρωποποίητες ἢ τεχνητές μορφὲς, μόνο τὰ ἔργα τέχνης, τὰ ὁποῖα ἀπηχοῦν τὴν ἐπιδίωξη τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐκφράζει τὴν Ἀλήθεια στὸν κόσμο τῶν μορφῶν, ἀποδίδοντάς την ὡς Κάλλος, μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ χαρακτηρίζουμε, ἀναλογικὰ καὶ ἐντελῶς καταχρηστικά, ἕναν καλλιτέχνη ὡς δημιουργό. Τὸ ἴδιο ἰσχύει, κατὰ κάποιον τρόπο, καὶ γιὰ τὰ προϊόντα τῆς λεγόμενης «τεχνολογίας αἰχμῆς», τὰ ὁποῖα δικαιοῦνται νὰ ἀναβιβάζουν -ἀναλογικὰ ἐπίσης- τὸν ἐφευρέτη καὶ κατασκευαστή τους στὸ ἐπίπεδο τοῦ δημιουργοῦ.

Τίποτα λοιπὸν ἀπ’ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν Ἀρχὴ Ὕλη δὲν μπορεῖ νὰ δημιουργήσει ὁ ἄνθρωπος οὔτε ἄλλωστε καὶ νὰ τὸ καταστρέψει, ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ἀναιρέσει τὴν Ὕλη, νὰ τὴν ἀφανίσει, νὰ τὴν ἐξαλείψει, ἀφοῦ ἡ ποσότητά της στὸν κόσμο εἶναι σταθερή. Σύμφωνα μὲ τὸ ἀξίωμα τῆς ἀφθαρσίας τῆς Ὕλης τοῦ Λαβουαζιέ (Lavoisier, 1743-1794), πρὶν καὶ μετὰ ἀπὸ κάθε χημικὴ μεταβολή, ἡ μάζα τῶν ἀντιδρώντων σωμάτων μένει ἀναλλοίωτη. Τὸ ἀξίωμα τοῦτο εἶχε ἤδη διατυπωθεῖ ὡς φιλοσοφικὸ ἀξίωμα ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους ἕλληνες φιλοσόφους Ἐμπεδοκλῆ (περ. 493 - περ. 433 π.Χ.) καὶ Ἀναξαγόρα (ἀρχὲς Ε´ π.Χ. αἰ. - 428/427 π.Χ.), καὶ ἀργότερα ἀπὸ τὸν Δημόκριτο ὡς ἑξῆς: «Μηδὲν ἐκ τοῦ μὴ ὄντος γίγνεσθαι μηδὲ εἰς τὸ ὂν φθείρεσθαι». Ἑπομένως, ἡ Ὕλη δὲν ἐκμηδενίζεται οὔτε φθείρεται, μολονότι μπορεῖ νὰ μεταβάλλει μορφὴ μέχρι ὁρισμένου βαθμοῦ. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ ὡστόσο νὰ ἀλλοιώνει ἢ νὰ καταστρέφει τὶς φυσικὲς μορφές, ὅπως ἐπίσης μπορεῖ βεβαίως, νὰ καταστρέψει καὶ τὴ δική του μορφὴ μὲ τὸν αὐτοχειριασμό. Ὅμως τίποτε ἀπ’ αὐτὰ ποὺ πλανᾶται νὰ νομίζει πὼς καταστρέφει δὲν χάνεται, ἀλλὰ παραμένει ἕτοιμο ὑλικὸ γιὰ νέα δημιουργία. Ἔτσι κι ἀλλιῶς οἱ αἰθερικὲς προτυπώσεις ὅλων τῶν μορφῶν παραμένουν ἐσαεὶ ἀναλλοίωτες.

Ἐξάλλου, ἐνῶ οἱ μορφὲς τῆς Φύσεως, ὄντας θεῖα ἀποτυπώματα, εἶναι «αἰώνιες» μὲς στὴ σχετικότητά τους, οἱ ἀνθρωποποίητες μορφὲς εἶναι καὶ ἐμφανίζονται προσωρινές, φθαρτές, ἀναπλασσόμενες μόνον ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ὅπως ἄλλωστε τὸ μαρτυρεῖ καὶ ὁ ἐπιθετικὸς προσδιορισμός τους.

Ὁ ἄνθρωπος, δημιούργημα «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» (Γέν. Α΄, 26) τοῦ θείου Πατρός, ὑπερεκτιμώντας τὶς -δοτὲς σὲ αὐτὸν- δυνατότητές του, ξιππάστηκε καὶ πίστεψε πὼς θὰ μποροῦσε νὰ Τὸν μιμηθεῖ ἢ ἀκόμα καὶ νὰ Τὸν ὑποκαταστήσει ὡς δημιουργός. Δὲν περιορίστηκε, λοιπόν, στὸ οὕτως ἢ ἄλλως ὕψιστο ἔργο του νὰ ἐκφράζει ἰδέες στὸν ὑλικὸ κόσμο μέσα ἀπὸ τὶς τεράστιες ἱκανότητες ποὺ διαθέτει˙ δὲν ἀρκέστηκε νὰ μεταπλάθει τὴν ὕλη, προκειμένου νὰ ἀποδίδει μέσω δικῶν του, ἀνθρωποποίητων, μορφῶν τὶς ὅποιες ἰδέες τοῦ ἐπιτρέπει ἡ διάνοιά του νὰ συλαμβάνει. Ἀντ’ αὐτοῦ, θέλησε νὰ παρεμβαίνει στὶς δημιουργημένες ἀπὸ τὸν Θεὸ μορφές, κινούμενος ἴσως ἀπὸ μιὰν ἐνδόμυχη ἀνάγκη νὰ ἐξορκίζει τὸν ἀρχέγονο φόβο ποὺ τοῦ προξενεῖ ἡ Φύση, δαμάζοντάς την, ὅπως ἐνδεχομένως πλανᾶται νὰ νομίζει. Ἔτσι, διέπραξε τὴν ὕβρη νὰ προσπαθεῖ νὰ μεταβάλλει, κατὰ τὸ δοκοῦν, διάφορες μορφὲς τοῦ περιβάλλοντός του, ἀποτυπώνοντας πάνω τους τὴ δική του σφραγίδα. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε τὰ ὑβρίδια, ἐκεῖνα δηλαδὴ τὰ φυτὰ ἢ ζῶα ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴ διασταύρωση γενετικῶς ἀνόμοιων ἀτόμων καὶ γι' αὐτὸ ἀποτελοῦν μικρὲς ὕβρεις πρὸς τὴ Φύση˙ ἢ τὴν παραμόρφωση διαφόρων μερῶν τοῦ ἀνθρώπινου σώματος, τὴν ὁποία πραγματοποιοῦν ἐθιμικὰ διάφορες «πρωτόγονες» φυλὲς κυρίως τῆς μαύρης Ἀφρικῆς καὶ τῆς Ὠκεανίας, ἢ ἐπίσης τὴν ἰαπωνικὴ τέχνη μπονσάι, ποὺ ἀφορᾶ τὴν καλλιέργεια σὲ φορητὰ δοχεῖα αἰωνόβιων δέντρων-νάνων μ’ ἕνα πολύπλοκο σύστημα, τὸ ὁποῖο παρεμποδίζει τὴν ἀνάπτυξή τους.


*Πρωτοδημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ ΠΑΡΟΔΟΣ, τχ 33-34, [Ἰαν. 2010], σσ. 3710-3714.