Ἡ συμβολικὴ παρουσία τοῦ λιονταριοῦ στὴν Ἀργολίδα


Ἡ συμβολικὴ παρουσία τοῦ λιονταριοῦ στὴν Ἀργολίδα [*]

Στὸν Ἄγγελο Πάτερο

Στὶς διάφορες ἀνὰ τὸν κόσμο περιπλανήσεις μου, ὑπέπεσε στὴν ἀντίληψή μου πὼς οἱ μετακινήσεις ἀπὸ τόπο σὲ τόπο διαφόρων ἐθνικῶν ὁμάδων, φυλῶν ἢ φατριῶν, οἱ μετοικήσεις τους, πραγματοποιήθηκαν πολλὲς φορὲς πρὸς περιοχὲς ποὺ τοὺς θύμιζαν τὴν κοιτίδα τους, τὴ χώρα ὅπου γεννήθηκε καὶ ἀναπτύχθηκε ὁ πολιτισμός τους.
Ὅταν, πρὶν ἀπὸ χρόνια, βρέθηκα στὴν Ἄβιλα τῆς Καστίλλης, ἀνιχνεύοντας τὰ βήματα τῆς μυστικίστριας ἁγίας Τερέζας, μοῦ ἔκανε ἐντύπωση τὸ τοπίο ποὺ μοῦ θύμιζε ἔντονα τὸ τοπίο τῆς Βρετάνης, λίκνου καὶ προπύργιου τοῦ κελτικοῦ πολιτισμοῦ, στὴν ἠπειρωτικὴ τουλάχιστον Εὐρώπη. Στὸν τουριστικὸ ὁδηγὸ τῆς Ἰσπανίας ποὺ εἶχα πάρει μαζί μου, διαπίστωσα ἐκ τῶν ὑστέρων ὅτι στὴν περιοχὴ τῆς Ἄβιλας εἶχαν ζήσει στὴν ἀρχαιότητα Κέλτες. Τοῦτο σὰν νὰ ἐπιβεβαίωνε μέσα μου τὴν προαναφερθείσα ἄποψή μου, τὴν ὁποία εἶχα σχηματίσει μὲ τὴν παρατήρηση, χωρὶς ὡστόσο νὰ μπορῶ νὰ τὴν ὑποστηρίξω ἐπιστημονικά.
Ἐξάλλου, καὶ τὰ διάφορα ἀρχαῖα ἑλληνικὰ φύλα ἐποίκησαν περιοχὲς ποὺ τοὺς θύμιζαν τὴ γενέτειρά τους καὶ κινήθηκαν μέσα σ’ ἕναν εὐρύτερο νοητὸ κύκλο μὲ κέντρο τὴν Ἀθήνα καὶ ἀκτίνα τὴν ἀπόσταση ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ὣς καὶ τὴν ᾽Ιωνία. Μήπως δὲν εἶναι ἑλληνικότατη ἡ φύση τῆς Κάτω Ἰταλίας καὶ τῆς Σικελίας, ποὺ ἀπετέλεσαν ἄλλωστε τὴ Μεγάλη Ἑλλάδα, μιὰ φύση ποὺ δὲν ἔχει μεγάλη σχέση μὲ ἐκείνη τῆς Βόρειας Ἰταλίας; Kαὶ δὲν εἶναι συγκινητικὰ ἑλληνικὴ ἡ φύση τῆς Κυρηναϊκῆς, ποὺ διαφέρει συνταρακτικὰ ἀπὸ τὸ βορειοαφρικανικὸ τοπίο τῆς ὑπόλοιπης Λιβύης; Ἢ ἀκόμα ἡ Μασσαλία στὴ μεσογειακὴ ἐσχατιὰ τοῦ γαλλικοῦ ἑξαγώνου; Καὶ πάντοτε θὰ θυμᾶμαι μὲ βαθύτατη συγκίνηση τὴν ἀρχαία Πριήνη στὰ αἰγαιακὰ παράλια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τὴν ἑλληνικότερη περιοχὴ ποὺ ἔχω ποτέ μου ἐπισκεφτεῖ ἔξω ἀπὸ τὰ σημερινὰ σύνορα τοῦ συρρικνωμένου πιὰ ἑλληνισμοῦ. Ὅμως ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν προσωπικὲς ἐκτιμήσεις ποὺ ἀπαιτοῦν σοβαρὴ τεκμηρίωση γιὰ νὰ ὑποστηριχθοῦν. Πάντως, ὅσον ἀφορᾶ εἰδικότερα τοὺς Ἕλληνες, ὅπου καὶ νὰ πῆγαν αὐτοὶ καὶ νὰ ἵδρυσαν τὶς ἀποικίες τους, ὑπῆρχε ἀπαραιτήτως ἡ γειτνίαση τῆς θάλασσας καὶ εὐδοκιμοῦσε ἡ ἐλιά.
Μέσα σὲ τοῦτο τὸ πνεῦμα, ἔχω ἐπίσης κατὰ καιροὺς διαπιστώσει πὼς διάφορα κοινὰ στοιχεῖα μπορεῖ νὰ σφραγίζουν διαχρονικὰ μιὰ ὁλόκληρη περιοχή, ὅσο κι ἂν αὐτὸ εἶναι ἐπίσης παρακινδυνευμένο νὰ τὸ ἰσχυριστεῖ κανείς. Ἔτσι, μοῦ ἔχει κάνει λόγου χάριν μεγάλη ἐντύπωση ἡ ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων συνεχὴς παρουσία τοῦ λιονταριοῦ ὡς συμβόλου στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς Ἀργολίδας. Τὸ λιοντάρι ἔχει μάλιστα σφραγίσει, θὰ ἔλεγε κανείς, τόσο πολὺ τὴν Ἀργολίδα ὥστε ἀκόμα καὶ κάποιοι κατακτητές της μὲ αὐτὸ τὸ σύμβολο στὸ ἔμβλημά τους κυρίευσαν καὶ διαφέντευσαν τὴν ἐν λόγω περιοχὴ ὅσον καιρὸ τὴν κράτησαν ὑπὸ τὴν κατοχή τους.

Καὶ ἐξηγοῦμαι.
Στὴ βόρεια ἄκρη τῆς ἀργολικῆς πεδιάδας, σὲ σχετικὰ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὴν Τίρυνθα καὶ τὶς Μυκῆνες, ἁπλώνεται ὁ κάμπος τῆς Νεμέας μὲ μικρὲς σπηλιὲς στὰ περίχωρα. Ἕνα βουνὸ ἐκεῖ τὸ λένε Τρητό, δηλαδὴ τὸ «τρυπημένο», τὸ «διάτρητο». Σ’ αὐτὴ τὴν περιοχὴ λημέριαζε, σὲ χρόνους μυθολογικούς, ἕνα λιοντάρι, ποὺ ἦταν ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος τῆς χώρας, κατασπαράζοντας τοὺς κατοίκους καὶ τὰ κοπάδια τους. Κάποιος θεὸς τὸ εἶχε στείλει γιὰ νὰ τιμωρήσει τοὺς κατοίκους τῆς Νεμέας, τοὺς ἀπογόνους τοῦ πρωτογενοῦς, σύμφωνα μὲ τοὺς πελοποννησιακοὺς μύθους, ἀνθρώπου, τοῦ Φορωνέα. Ἦταν τὸ πασίγνωστο λιοντάρι τῆς Νεμέας ἢ τῶν Κλεωνῶν. Αὐτὸ κατοικοῦσε σὲ μιὰν ἀμφίστομη σπηλιὰ καὶ ἦταν ἄτρωτο. Ἐνσάρκωνε τὸ θάνατο καὶ τὸν Ἅδη. Τὰ λιοντάρια, ποὺ οἱ ἀρχαῖοι καλλιτέχνες τὰ ἔστηναν πάνω στοὺς τάφους ὡς ἐπιτύμβια μνημεῖα, αὐτὸ τὸ πράγμα ὑπενθύμιζαν.
Ἐκεῖνα τὰ χρόνια, ὁ βασιλιὰς τοῦ ῎Αργους καὶ τῶν Μυκηνῶν Εὐρυσθέας, ὁ «πολὺ δυνατός», ἀνέθεσε στὸν ἐξάδελφό του Ἡρακλῆ, ποὺ ἦρθε κι ἔμεινε ὡς ὑπήκοός του στὸ βασίλειό του, νὰ σκοτώσει τὸ τρομερὸ λιοντάρι. Ἔτσι δόθηκε στὸν Ἡρακλῆ τὸ ἔναυσμα νὰ ἐπιτελέσει τὸν πρῶτο ἀπὸ τοὺς περίφημους δώδεκα ἄθλους του. Ἀφοῦ κατόρθωσε ὁ Ἡρακλῆς νὰ σκοτώσει τὸ τέρας, ἔπεσε σὲ βαθύτατο ὕπνο, τὸν ἀδελφὸ τοῦ θανάτου. Ὅταν τὴν τριακοστὴ μέρα ξύπνησε, στεφανώθηκε μὲ σέλινο, σὰν νὰ ἦταν κάποιος ποὺ βγῆκε ἀπὸ τάφο, ἀφοῦ κοσμοῦσαν τοὺς τάφους μὲ σέλινο. Ὕστερα ἔγδαρε τὸ λιοντάρι μὲ τὰ νύχια τοῦ ἴδιου τοῦ θηρίου κι ἔριξε τὸ ἄτρωτο δέρμα του – τὴ λεοντὴ – πάνω στοὺς ὤμους του σὰν ἁρματωσιά, ἐνῶ κάλυψε τὸ κεφάλι του μὲ τὸ κεφάλι τοῦ ζώου γιὰ περικεφαλαία˙ κι ἀπὸ τότε δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ τὸ φοράει. Μὲ τὸ γεγονὸς τοῦτο ὑποδήλωσε ὅτι μεταμόρφωσε σὲ ὑπόσχεση σωτηρίας τῶν θνητῶν ὅ,τι τοὺς ἀπειλοῦσε προηγουμένως μὲ τὸ θάνατο.


Ὁ Ἡρακλῆς καὶ τὸ λιοντάρι τῆς Νεμέας, στάμνος (490 π.Χ.).

Φορώντας, λοιπόν, τὴ λεοντή, ἦρθε ὁ Ἡρακλῆς στὴν κατοικία τοῦ Εὐρυσθέα, στὶς Μυκῆνες. Ὁ βασιλιὰς ταράχτηκε τόσο πολὺ ἀπὸ τὴν ὑπερφυσικὴ πράξη τοῦ ἥρωα ἐξαδέλφου του ὥστε τοῦ ἀπαγόρευσε στὸ μέλλον νὰ ξαναμπεῖ μὲ τὴ λεία του στὴν ἀκρόπολη τῶν Μυκηνῶν. Τοῦ ἀρκοῦσε νὰ τοῦ τὸ δείχνει ὁ Ἡρακλῆς ἀπὸ τὶς πύλες. Τοποθέτησε μάλιστα ἕνα χάλκινο πιθάρι μέσα στὴ γῆ καὶ χωνόταν ἔντρομος σ’ αὐτὸ ὅποτε ὁ Ἡρακλῆς πλησίαζε στὴν πόλη. Ὁ Ζεύς, γιὰ νὰ τιμήσει τὸν γιό του καὶ νὰ ἐξάρει τὸ κατόρθωμά του, ἀνύψωσε τὸ θηρίο σὲ οὐράνιο σύμβολο: ἔγινε ὁ Λέων στὸν ζωδιακὸ κύκλο [1].

Ἂς ἀφήσουμε ὅμως τοὺς μυθολογικοὺς χρόνους κι ἂς περάσουμε στοὺς ἱστορικούς.
Λόγω ἴσως καὶ τοῦ Εὐρυσθέα, ξαναβρίσκουμε τὸ λιοντάρι στὶς Μυκῆνες. Γνωστὴ εἶναι σὲ ὅλους τοὺς ἐπισκέπτες τοῦ ἀρχαιολογικοῦ χώρου ἡ Πύλη τῶν Λεόντων, κύρια εἴσοδος στὴν ἀκρόπολη τῶν Μυκηνῶν, μὲ τὸ ἐντυπωσιακὸ ἀνάγλυφο στὸ ἀνακουφιστικὸ τρίγωνο, ἕνα θαυμαστὸ μεγαλιθικὸ μνημεῖο. Οἱ παραστάδες τῆς Πύλης, κροκαλοπαγεῖς ὀγκόλιθοι, βαστάζουν ἕνα μονολιθικὸ ὑπέρθυρο ποὺ ὑπολογίζεται ὅτι ζυγίζει 18 τόνους, μήκους 4,50 μ., πλάτους 1,98 μ. καὶ πάχους στὴ μέση του 0,80 μ. Μεγάλη τριγωνικὴ πλάκα ἀπὸ τιτανόλιθο, ὕψους 3,30 μ., μεγαλύτερου πλάτους στὴ βάση 3,90 μ. καὶ πάχους 0,70 μ. καλύπτει τὸ ἀνακουφιστικὸ τρίγωνο. Στὴν ἐξωτερικὴ ὄψη της ἡ πλάκα αὐτὴ φέρει ἀνάγλυφη παράσταση λεόντων, ἀπὸ τὴν ὁποία καὶ πῆρε τὸ ὄνομά της «Πύλη τῶν Λεόντων». Ἡ Πύλη κατασκευάστηκε τὸ 1250 π.Χ. περίπου. Ὅμως, «μολονότι στὶς Μυκῆνες ἔχουμε ἀκόμη ἀρχαιότερα δείγματα γλυπτικῆς, τὸ ἀνάγλυφο τῆς Πύλης θεωρεῖται τὸ πρῶτο καὶ ἀρχαιότερο δεῖγμα μνημειακῆς γλυπτικῆς στὸν δυτικὸ πολιτισμό» [2].


Ἡ Πύλη τῶν Λεόντων (περ. 1250 π.Χ.), μὲ τὸ ἐντυπωσιακὸ ἀνάγλυφο στὸ ἀνακουφιστικὸ τρίγωνο, Μυκῆνες.

Ἡ παράστασή του εἶναι καταφανής. Δύο λιοντάρια στέκονται ἀντιμέτωπα, πατώντας, μὲ τὰ μπροστινά τους πόδια, πάνω σὲ ἄβακες, ποὺ ὑποστηρίζονται ἀπὸ δύο βωμούς. Ἀπὸ τοὺς βωμοὺς αὐτοὺς καὶ ἀνάμεσα στὰ θηρία ὑψώνεται κίονας μινωικοῦ τύπου (δηλαδὴ μὲ μεγαλύτερη διάμετρο κάτω ἀπὸ τὸ κιονόκρανο καὶ μικρότερη στὴ βάση), ποὺ συγκρατεῖ τμῆμα ξύλινης οἰκοδομῆς. Τὰ κεφάλια τῶν λιονταριῶν δὲν σώζονται. Ἦταν προφανῶς κατασκευασμένα ἀπὸ διαφορετικὸ ὑλικὸ καὶ εἰκονίζονταν κατ’ ἐνώπιον στὴν ἐξωτερικὴ πλευρὰ τῆς Πύλης [3]. Κατὰ τὸν καθηγητὴ Γεώργιο Ε. Μυλωνᾶ, «στὸ ἀνάγλυφο τῆς Πύλης τῶν Λεόντων ἔχουμε τὸν βασιλικὸ θυρεὸ τῶν Μυκηνῶν, τὸν ἀρχαιότερο θυρεὸ τοῦ δυτικοῦ κόσμου. Τὸ λιοντάρι ἦταν τὸ ἔμβλημα τῶν Μυκηνῶν».
Ἀπὸ τὸ χῶρο ἐπίσης τῶν Μυκηνῶν, καὶ πιὸ συγκεκριμένα ἀπὸ τὸν τάφο IV τοῦ ταφικοῦ κύκλου Α, σώζεται χρυσὸ ρυτὸ σὲ σχῆμα λεοντοκεφαλῆς, τὸ ὁποῖο χρονολογεῖται στὸν ΙΣΤ´ π.Χ. αἰώνα καὶ φυλάσσεται στὸ Ἐθνικὸ Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο Ἀθηνῶν. Ἐξάλλου ἀπὸ τοὺς τάφους IV καὶ V τοῦ ἴδιου ταφικοῦ κύκλου Α σώζονται δύο χάλκινα ἐγχειρίδια μὲ ἔνθετη διακόσμηση ἀπὸ χρυσὸ καὶ ἄργυρο, μὲ παράσταση τριῶν λεαινῶν τὸ πρῶτο καὶ κυνηγιοῦ λιονταριῶν τὸ δεύτερο.


Χρυσὸ ρυτὸ σὲ σχῆμα λεοντοκεφαλῆς ἀπὸ τὸν τάφο
IV τοῦ ταφικοῦ κύκλου Α (ΙΣΤ´ π.Χ. αἰ.), Ἐθνικὸ Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο Ἀθηνῶν.


Χάλκινα ἐγχειρίδια μὲ ἔνθετη διακόσμηση ἀπὸ χρυσὸ καὶ ἄργυρο, μὲ παραστάσεις λιονταριῶν, ἀπὸ τοὺς τάφους ΙV καὶ V τοῦ ταφικοῦ
κύκλου Α (ΙΣΤ´ π.Χ. αἰ.), Ἐθνικὸ Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο Ἀθηνῶν.

Καὶ ἐρχόμαστε στὰ μεσαιωνικὰ χρόνια. Σύμφωνα μὲ ἀρχαῖο ἀνώνυμο χειρόγραφο, τὸ ὁποῖο δημοσιεύτηκε ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Σακκελίωνα [4] καὶ ἀναγράφει εἴκοσι τρεῖς ἐπισκόπους Ναυπλίου καὶ Ἄργους, στὴν 21η θέση ἐμφανίζεται κάποιος ὀνόματι Λέων. Τὸ 1144, βασιλεύοντος τοῦ Κυροῦ Μανουὴλ Α´ Κομνηνοῦ (1143-1180), ὁ ἐν λόγω ἐπίσκοπος Λέων ἵδρυσε στὴν Ἄρια τὴν ὑπάρχουσα καὶ σήμερα γυναικεία «Νέα» ἢ «Ἁγία Μονὴ» στὰ ἀνατολικὰ τῆς πόλης, κοντὰ στὴν ἀρχαία Ἄρεια, στὴ θέση τῆς ἀρχαίας πηγῆς Κανάθου ὅπου, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, λουζόταν ἡ Ἥρα. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε ἡ Νέα Μονὴ εἶναι ἀφιερωμένη στὴ Ζωοδόχο Πηγή. Τὸ περικαλλὲς καθολικό της, ἀπὸ τὰ ἄριστα δείγματα τῆς βυζαντινῆς ἀρχιτεκτονικῆς, τοῦ ὁποίου ἡ ἀνέγερση περατώθηκε τὸ 1149, εἶναι ἕνας ναὸς σταυροειδὴς ἐγγεγραμμένος τετρακιόνιος μὲ ὀκτάγωνο τροῦλο. Περιβάλλεται ἀπὸ οἰκοδομὲς καὶ ξενῶνες γιὰ τὴ διαβίωση τῶν καλογραιῶν, οἱ ὁποῖες ἀνέρχονταν τὸ 1976 σὲ 16.


Ἡ Νέα ἢ Ἁγία Μονὴ Ἄριας (12ος αἰ.).

Σύμφωνα μὲ ἄλλο κατάλογο τῶν ἐπισκόπων Ναυπλίου καὶ Ἄργους, τὸν ὁποῖο καταχωρίζει ὁ Lequien στὸ σύγγραμμά του Οriens Christianus B. 183-186, μεταξὺ τῶν δεκαπέντε ἐπισκόπων ποὺ ἀναγράφονται σ’ αὐτὸν τὴν ὄγδοη θέση καταλαμβάνει κάποιος Λέων, ὁ ὁποῖος μετεῖχε στὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (889) [5].
Τὸ 1180, τελευταῖο ἔτος τῆς βασιλείας του, ὁ αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου Μανουὴλ Α´ Κομνηνὸς διόρισε ἄρχοντα τοῦ Ναυπλίου τὸν πλουσιότατο Ναυπλιέα Θεόδωρο Σγουρό, ὁ ὁποῖος καταδίωξε μὲ πλοῖα ποὺ εἶχαν κατασκευαστεῖ ἀπὸ εἰσφορές, τοὺς πειρατὲς ποὺ λυμαίνονταν τὴν περιοχή. Τὸν Θεόδωρο Σγουρὸ διαδέχτηκε τὸ 1200 ὁ γιός του Λέων – πάλι ἕνας λέων –, ἀπὸ τοὺς ἐπιφανέστερους ἀνεξάρτητους δυνάστες τῆς μεσαιωνικῆς Ἑλληνικῆς Αὐτοκρατορίας. Ὁ Λέων Σγουρός, φιλόδοξος καὶ βίαιος, ἔγινε κύριος τῆς ἀνατολικῆς Πελοποννήσου, στὴ συνέχεια κατέλαβε καὶ τὴν ἀνατολικὴ Στερεὰ Ἑλλάδα καὶ τελικὰ ἐπεξέτεινε τὸ κράτος του, τὴν ἀρχοντία του, ὣς τὴ Λάρισα ὅπου τὸ 1204 νυμφεύτηκε τὴν Εὐδοκία, κόρη τοῦ ἔκπτωτου καὶ φυγάδα αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Γ´ Ἀγγέλου καὶ χήρα τοῦ Ἀλεξίου Ε´ Δούκα, τοῦ ἐπονομαζόμενου Μουρτζούφλου (Σμιχτοφρύδη), ποὺ πρόλαβε νὰ βασιλεύσει μόλις τρεῖς μῆνες (28/1-13/4/1204). Mὲ αὐτὸν τὸ γάμο του, ὁ Λέων Σγουρὸς ἔλαβε τὸν τίτλο τοῦ Σεβαστοϋπερτάτου.
Στὴν ἀρχή, ὁ Λέων Σγουρὸς διεξήγαγε ἐπιτυχεῖς πολέμους κατὰ τῶν ἐπεκτατικῶν σχεδίων τοῦ Βονιφατίου τοῦ Μομφερρατικοῦ (1154-1207) καὶ στὴ συνέχεια τοῦ Γοδοφρείδου Α´ Βιλλαρδουίνου (Geoffroi de Villehardouin). Ὅμως ἡ ἰσχύς του ἄρχισε νὰ καταρρέει μετὰ τὸ 1204 καὶ ἡ ἀρχοντία του νὰ συρρικνώνεται δραματικά, ὥσπου περιορίστηκε στὴν πόλη τοῦ Ναυπλίου, ὅπου τὸ 1208 πολιορκήθηκε ἀπὸ τοὺς Φράγκους. Λήγοντος τοῦ 1208 ἢ ἀρχομένου τοῦ 1209 καὶ ὕστερα ἀπὸ σθεναρὴ ἀντίσταση, ὁ Λέων Σγουρὸς φονεύθηκε πρὸ τῶν τειχῶν τοῦ Ναυπλίου, καταδιώκοντας λομβαρδοὺς ἐφίππους ποὺ οἱ στρατιῶτες του τοὺς εἶχαν τρέψει σὲ ἄτακτη φυγή [6]. Περὶ τοῦ θανάτου ὡστόσο τοῦ Λέοντος Σγουροῦ ἐπικρατεῖ ἐπιστημονικὴ διχογνωμία, ἀφοῦ, κατὰ τοὺς λαϊκοὺς θρύλους τῆς περιοχῆς, ὁ τελευταῖος ἄρχοντας τοῦ Ναυπλίου πρὶν ἀπὸ τὴν ἐγκαθίδρυση τῆς φραγκικῆς δυναστείας τῆς Ἀργολίδας ἔπεσε ἔφιππος ἀπὸ τὸν Ἀκροκόρινθο στὸν γκρεμὸ «ἵνα γὰρ μὴ δούλειον ἧμαρ ἴδει». Τὸ θρυλικὸ αὐτὸ τέλος τοῦ Λέοντος Σγουροῦ ἐνέπνευσε μάλιστα στὸν Ἄγγελο Σικελιανὸ τὸ ποίημά του «Στὸν Ἀκροκόρινθο». Κι ἐγώ, προσωπικά, ἐπιλέγω τὴν ἐκδοχὴ τοῦ Ἀκροκορίνθου ὡς πιὸ εὐφάνταστη καὶ συναρπαστική. Πάντως, ὁ σύγχρονος τοῦ Σγουροῦ μεγάλος ἱστορικὸς Νικήτας Ἀκομινᾶτος ὁ Χωνιάτης, ἐνῶ μνημονεύει τὸ θάνατο τοῦ ἄρχοντα στὸ ἔργο του Τὰ μετὰ τὴν ἅλωσιν συμβάντα τῇ πόλει, δὲν ἀναφέρει τίποτα γιὰ τὸν τρόπο τῆς τελευτῆς του.


Ἄποψη τοῦ Ἀκροκορίνθου ἀπὸ τὴν ἀρχαία Κόρινθο.



Τὸ 1388, ἡ μόλις εἰκοσιπεντάχρονη Μαρία ντ’ Ἀνγκιέν (Marie d’Enghien), χήρα τοῦ ἀντιβασιλέα τοῦ Ἄργους καὶ τοῦ Ναυπλίου Πέτρου Κορνάρου (Cornaro) καὶ τελευταία κληρονόμος τῆς φραγκικῆς δυναστείας τῆς Ἀργολίδας, ἐκχώρησε τὰ κυριαρχικά της δικαιώματα στὸν ἑνετὸ δόγη Ἀνδρέα Δάνδαλο (Dandolo), ὁ ὁποῖος ἐτιτλοφορεῖτο «αὐθέντης τοῦ ἑνὸς καὶ ἡμίσεος τετάρτου τῆς Ἑλληνικῆς Αὐτοκρατορίας». Κατ’ ἐντολὴ τοῦ ἐν λόγω δόγη, ὁ Περάτσο Μαλιπιέρο (Perazzo Malipiero) κατέλαβε στὶς 26 Ἰανουαρίου 1389 τὸ Ναύπλιο καὶ κατ’ ἐπέκταση τὴν Ἀργολίδα στὸ ὄνομα τῆς Γαληνοτάτης – κατὰ τὴ βυζαντινὴ ἀπόδοση τοῦ ὅρου La Serenissima – Δημοκρατίας τῆς Βενετίας ἢ ἀλλιῶς τῆς Δημοκρατίας τοῦ Ἁγίου Μάρκου, ὅπως κατ’ εὐφημισμὸ ὀνομάστηκε ἡ Ἑνετικὴ Αὐτοκρατορία. Ἔτσι ἔφεραν μαζί τους οἱ Ἑνετοὶ καὶ τὸν λέοντα τοῦ ἁγίου Μάρκου, σύμβολο τοῦ εὐαγγελιστῆ καὶ πολιούχου τῆς Βενετίας καὶ ὡς ἐκ τούτου καὶ τῆς κραταιᾶς κοσμικῆς ἐξουσίας της. Ὁ ἑνετικὸς λέων παρέμεινε στὴν ἀργολικὴ γῆ μέχρι τὶς 20 Νοεμβρίου 1540 ὁπότε τὴν ἐγκατέλειψε μαζὶ μὲ τοὺς ῾Ενετούς, οἱ ὁποῖοι ἀναγκάστηκαν νὰ παραδώσουν τὸ Ναύπλιο μὲ τὰ ἰσχυρὰ κάστρα του στοὺς Τούρκους.
Ὁ ἑνετικὸς λέων ἐπανέκαμψε ὡστόσο 146 χρόνια ἀργότερα, ὅταν στὶς 22 Αὐγούστου 1686 – μήνα τοῦ ζωδίου τοῦ Λέοντος – ὁ ἱκανότατος ἑνετὸς ναύαρχος καὶ μετέπειτα δόγης τῆς Βενετίας Φραγκίσκος Μοροζίνης (Francesco Morosini), ὁ ἐπικληθεὶς Πελοποννησιακός, κατέλαβε τὸ Ναύπλιο ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἀφοῦ τὸ πολιόρκησε μὲ τὸ στόλο του καὶ ὕστερα ἀπὸ σφοδρότατο κανονιοβολισμό.
Ὅπως σὲ ὅλες τὶς πρώην κτήσεις τῆς Δημοκρατίας τοῦ Ἁγίου Μάρκου ὅπου ὁ θυρεὸς τῶν Ἑνετῶν κυριαρχεῖ μέχρι τῶν ἡμερῶν μας σὲ διάφορα δημόσια κτίρια καὶ μνημεῖα, ἔτσι καὶ στὸ Ναύπλιο σώζονται διάφορες ἀνάγλυφες παραστάσεις λεόντων ποὺ χρονολογοῦνται, φυσικά, ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς Ἑνετοκρατίας. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε τὸν λέοντα ποὺ κοσμεῖ τὸ ἐπιστέγασμα τῆς Πύλης τῆς Ξηρᾶς, ἐκεῖνον ποὺ βρίσκεται ἐνσωματωμένος στὸ τεῖχος τοῦ Παλαμηδίου πάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ προμαχώνα τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα, ἐκεῖνον ποὺ βρίσκεται ἐντειχισμένος στὸν ἀνατολικὸ προμαχώνα τῆς Ἀκροναυπλίας, καθὼς καὶ ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ἐντοιχισμένος στὸ κτίριο τοῦ 1735, τὸ ὁποῖο ὑπῆρξε ἀρχικὰ ὁπλοστάσιο τοῦ ἑνετικοῦ στόλου καὶ στὸ ὁποῖο στεγάζεται, στὶς μέρες μας, τὸ Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο τοῦ Ναυπλίου.


(Ἀριστερά)
Ἀνάγλυφο τὸ λιοντάρι τοῦ Ἁγίου Μάρκου στὸν ἀνατολικὸ προμαχώνα τῆς Ἀκροναυπλίας.
(Δεξιά)
Ἡ εἴσοδος τοῦ προμαχώνα τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα στὸ κάστρο τοῦ Παλαμηδιοῦ. Πάνω ἀπὸ τὸ ἄνοιγμα τῆς πύλης διακρίνεται τὸ ἀνάγλυφο σύμβολο τῶν Ἑνετῶν, τὸ λιοντάρι τοῦ Ἁγίου Μάρκου.



Στοὺς νεότερους χρόνους, καὶ συγκεκριμένα τὴν 4η Μαΐου 1827, ψήφισμα τῆς Γ´ τῶν Ἑλλήνων ἐθνοσυνέλευσης στὴν Τροιζήνα ὅρισε τὸ Ναύπλιο ἕδρα τῆς κυβέρνησης τοῦ νεοσύστατου ἑλληνικοῦ κρατικοῦ μορφώματος. Τὸ Ναύπλιο παρέμεινε καὶ προσωρινὰ πρωτεύουσα τοῦ πρώτου «ὀπερετικοῦ» ἑλληνικοῦ βασιλείου, ποὺ συγκροτήθηκε ὑπὸ τὶς εὐλογίες τῶν τριῶν μεγάλων Προστάτιδων Δυνάμεων: τῆς Ἀγγλίας, τῆς Γαλλίας καὶ τῆς Ρωσίας. Αὐτὲς ἐπέβαλαν στὸν ἐξαθλιωμένο ἀπὸ τοὺς ἐξοντωτικοὺς ἀπελευθερωτικοὺς ἀγῶνες καὶ τὶς ἀδελφοκτόνες ἔριδες ἑλληνικὸ λαὸ τὸ βασιλικὸ ἀπολυταρχικὸ καθεστὼς καὶ ἀνέθεσαν τὴν ἄσκησή του στὴ δυναστεία τοῦ βαυαρικοῦ οἴκου τῶν Βίττελσμπαχ (Wittelsbach). Ὁ θυρεὸς τοῦ ἐν λόγω βασιλικοῦ οἴκου κοσμεῖται ἀπὸ δύο ἑραλδικοὺς λέοντες. Ἔτσι, τὴν 25η Ἰανουαρίου 1833, ἀποβιβάστηκε στὸ Ναύπλιο ὁ ἀνήλικος πρῶτος βασιλιὰς τῶν Ἑλλήνων Ὄθων μὲ τὴ βαυαρικὴ αὐλή του καὶ μαζί του ἐπανέκαμψε ὁ λέων – βαυαρικὸς αὐτὴ τὴ φορὰ – στὴν Ἀργολίδα [7]. Μέχρι σήμερα σώζεται τὸ λιοντάρι τῶν Βαυαρῶν, ποὺ τὸ λάξευσε (1840-41) ὁ γλύπτης H. Siegel στὸ βράχο βορειοανατολικὰ τῆς Προνοίας [8], κατόπιν διαταγῆς καὶ μὲ δαπάνες τοῦ πατέρα τοῦ Ὄθωνα καὶ βασιλιᾶ τῆς Βαυαρίας Λουδοβίκου Α´ σὲ ἀνάμνηση τῶν ἐκεῖ θαμμένων βαυαρῶν στρατιωτῶν, ποὺ εἶχαν πεθάνει ἀπὸ τύφο κατὰ τὸ 1833-34.


Ὁ βαυαρικὸς λέων τῆς ἐποχῆς τοῦ Ὄθωνα, λαξευμένος σὲ βράχο, στὸ Ναύπλιο.

Κλείνοντας τὴν ἐνδεικτικὴ παράθεση διαφόρων μυθολογικῶν καὶ ἱστορικῶν στοιχείων ποὺ συνδέουν τὸ λιοντάρι μὲ τὴν Ἀργολίδα, ἂς σημειωθεῖ ἐπίσης ὅτι παλαιόθεν ὁ λέων, ὡς ἡλιακό, ζωδιακὸ σύμβολο, χαρακτήριζε τὴν Ἀργολικὴ χώρα καὶ ἰδιαίτερα τὴν Ἑρμιόνη. Εἰδικότερα, ὁ ἄξονας Λέοντος - Ὑδροχόου διαμορφώνει τὸ πλαίσιο τοῦ ἀστρολογικοῦ χάρτη τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας, καὶ ἡ καταγωγή του φαίνεται σαφῶς κρητο-αἰγυπτιακή. Ὁ ἄξονας αὐτός, ὁ ὁποῖος συνδέει τοὺς Δελφοὺς μὲ τὴν Ἑρμιόνη, διέρχεται ἀπὸ τὴν Κόρινθο, καὶ ἡ προέκτασή του συναντᾶ τὸ ὄρος Ἴδη τῆς Κρήτης καὶ τὴν Αἴγυπτο [9].

Κατόπιν τῶν προαναφερθέντων στοιχείων, εἶναι ἢ δὲν εἶναι λοιπὸν περίεργο, παράδοξο ἢ ὅπως ἀλλιῶς θέλει νὰ τὸ χαρακτηρίσει κανείς, τὸ ὅτι διαπιστώνουμε τὴν παντὸς εἴδους παρουσία τοῦ λιονταριοῦ νὰ σφραγίζει τόσο ἔντονα μιὰ περιοχή; Κι ἂν δεχτοῦμε τὴν ἀρχὴ ἢ τὸ νόμο τῆς αἰτιότητας, τοῦ φιλοσοφικοῦ δηλαδὴ ἐκείνου ἀξιώματος κατὰ τὸ ὁποῖο κάθε γεγονὸς ἔχει μία αἰτία, ὁπότε δὲν ὑπάρχει τίποτα τὸ τυχαῖο, τίποτα τὸ ἀναίτιο – oὔτε γιὰ τὴν ἐπιστήμη, οὔτε ὅμως καὶ γιὰ τὴ μεταφυσική –, ἀλλὰ ὅλα ἔχουν ἕνα λόγο ὕπαρξης, πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ μὴ συνδέσει ἀξιοκρατικὰ τὸν λέοντα μὲ τὴν Ἀργολίδα; Βέβαια, ἡ ἐν λόγω διαπίστωση δὲν ἐξηγεῖ τὸ λόγο, ἀλλὰ τοῦτο ἂς ἀποτελέσει ἀντικείμενο περαιτέρω διερεύνησης τοῦ θέματος.

Σημειώσεις

1. Γιὰ τὴ σχετικὴ ἀρχαία βιβλιογραφία βλ. Κ. Κερένυϊ, Ἡ μυθολογία τῶν Ἑλλήνων, μτφρ. Δημήτρη Σταθόπουλου, Βιβλιοπωλεῖον τῆς «Ἑστίας» Ἰωάν. Δ. Κολλάρου καὶ Σίας Α.Ε., Ἀθήνα 1975, σελ. 659˙ ἐπίσης Pierre Grimal, Λεξικὸ τῆς ἑλληνικῆς καὶ ρωμαϊκῆς μυθολογίας, ἐπιμ. ἑλλ. ἔκδ. Βασιλείου Ἄτσαλου, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 1193. Πίσω
2. Γεώργιος Ε. Μυλωνᾶς, Μυκῆναι. Τὰ μνημεῖα καὶ ἡ ἱστορία τους, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν Α.Ε., Ἀθήνα 1981, σελ. 96 (σσ. 19). Πίσω
3. Παυσανίας, ΙΙ Κορινθιακά, ΧVI 5 «Λείπεται δὲ ὅμως ἔτι καὶ ἄλλα τοῦ περιβόλου καὶ ἡ πύλη˙ λέοντες δὲ ἐφεστήκασιν αὐτῇ˙ Κυκλώπων δὲ καὶ ταῦτα ἔργα εἶναι λέγουσιν, οἳ Προίτῳ τὸ τεῖχος ἐποίησαν <τὸ> ἐν Τίρυνθι». [Διατηροῦνται ὅμως καὶ ἄλλα μέρη ἀπὸ τὸν περίβολο τοῦ τείχους καὶ ἡ πύλη, πάνω στὴν ὁποία εἶναι στημένα λιοντάρια. Λένε πὼς εἶναι κι αὐτὰ ἔργα τῶν Κυκλώπων, οἱ ὁποῖοι ἔχτισαν γιὰ τὸν Προῖτο τὸ τεῖχος στὴν Τίρυνθα]. Σημειωτέον ὅτι ὁ Παυσανίας εἶναι ὁ τελευταῖος ἀρχαῖος συγγραφέας ποὺ ἀναφέρει τὶς Μυκῆνες. Πίσω
4. Μιχαὴλ Γ. Λαμπρυνίδης, Ἡ Ναυπλία ἀπὸ τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τῶν καθ’ ἡμᾶς, Ἐν Ἀθήναισι, τύποις Ἐκδοτικῆς Ἑταιρείας, 1898, σελ. 42. Πίσω
5. Αὐτόθι, σελ. 44. Πίσω
6. Αὐτόθι, σελ. 73. Βλ. ἐπίσης Γιόνα Μικὲ-Παϊδούση, Ἡ Ἑρμιονίδα ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, Πελοποννησιακὸ Λαογραφικὸ Ἵδρυμα, Ἀθήνα 1996, ἡ ὁποία ἐπικαλεῖται τὸν ἱστορικὸ Βέη. Πίσω
7. Τὸ ὀρειχάλκινο ἄγαλμα-σύμβολο τῆς Βαυαρίας (Βavaria), ἔργο τοῦ Λούντβιχ Σβάντχάλερ (Schwanthaler, 1844-50), τὸ ὁποῖο δεσπόζει στὸ πάρκο Theresienwiese τοῦ Μονάχου, παριστάνει μία ὄρθια γυναίκα, ὕψους 18 μέτρων, ποὺ στέκει πλάι σ’ ἕνα μεγαλόσωμο λιοντάρι. Πίσω


Γλυπτικὴ προσωποποίηση τῆς Βαυαρίας.


8. Πρόκειται γιὰ ἀλλοτινὸ προάστιο τοῦ Ναυπλίου, τὸ ὁποῖο κτίστηκε τὸ 1828 ἀπὸ τὸν κυβερνήτη Ἰωάννη Καποδίστρια. Πίσω
9. Νίκος Β. Λίτσας, Ἡ ἱερὴ γεωγραφία τῆς Ἑλλάδος, Ἔσοπτρον, Ἀθήνα 2000, σ. 246. Πίσω

* Πρωτοδημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ ΠΑΡΟΔΟΣ, τχ 39-40, σσ. 4639-4644.