Ἡ Ἑλλάδα ὡς ὀμφαλὸς καὶ ὁ Δικέφαλος Ἀετὸς

Ἡ Ἑλλάδα ὡς ὀμφαλὸς καὶ ὁ Δικέφαλος Ἀετὸς[*]

Μνήμη Βασιλείας Χαλιώτη

Μεγάλος ἀριθμὸς παραδόσεων θεωρεῖ ὡς ἀπαρχὴ τοῦ Κόσμου ἕναν ὀμφαλὸ ἀπὸ ὅπου ἡ θεοφάνεια διαχέεται στὶς τέσσερις κατευθύνσεις. Στὴν Ἰνδία, ἤδη στὴ Ρὶγκ-Βέδα γίνεται λόγος γιὰ τὸν ὀμφαλὸ τοῦ Ἀδημιούργητου˙ καὶ γιὰ τὸν Ἰνδουϊσμὸ ἀπὸ τὸν ὀμφαλὸ τοῦ Βισνοὺ φύεται ὁ λωτὸς τοῦ ἐκδηλωμένου Σύμπαντος. Διεθνῶς, στοὺς χώρους τοῦ ἐσωτερισμοῦ καὶ τῆς μύησης, ὀμφαλὸς καλεῖται τὸ γαιοδυναμικὸ κέντρο τοῦ Κόσμου, ἀλλὰ καὶ εἰδικότερα τῆς Γῆς. Καὶ ὅπως ὀμφαλὸς εἶναι τὸ κέντρο τοῦ ἀνθρώπινου σώματος, τὸ σημεῖο ἐκεῖνο, μέσω τοῦ ὁποίου τὸ ἔμβρυο ἑνώνεται μὲ τὴ μητέρα του, τρέφεται, ζεῖ καὶ ἀναπτύσσεται, ἔτσι καὶ στὴ μυητικὴ γλώσσα ὀμφαλὸς ὀνομάζεται ὁ χῶρος ἐκεῖνος μέσα στὸν κόσμο ὅπου, μὲ θεία πρωτοβουλία, γίνεται ἐγκατάσταση πνευματικῆς Χάριτος, προκειμένου νὰ ἐπιτελεστεῖ θεῖο Ἔργο παγκόσμιας ἀκτινοβολίας. Ὁ χῶρος αὐτὸς ἑνώνεται μέσω ἀστρικοῦ ὀμφάλιου λώρου μὲ τὸ Θεῖον, ἀπὸ τὸ ὁποῖο τρέφεται, συντηρεῖται καὶ ἐκτελεῖ τὸν προορισμό του ποὺ εἶναι νὰ διαδώσει στὸν κόσμο θεῖες βουλές. Ὁ ὀμφαλὸς ἐξασφαλίζει τὴ δίοδο ἐπικοινωνίας τῶν κάτω μὲ τὰ ἄνω, δηλαδὴ τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸ Θεῖον, ἀλλὰ βέβαια καὶ ἀντιστρόφως τῶν ἄνω μὲ τὰ κάτω.
Ὅμως ὁ ὀμφαλὸς δὲν εἶναι μόνο τὸ κέντρο τοῦ Κόσμου ἀλλὰ ἐπίσης καὶ τὸ κέντρο ἑνὸς κόσμου. Τοῦτος ἐντοπιζόταν σὲ ἕνα συγκριμένο σημεῖο ἑνὸς τόπου (βλ. τὸν ὀμφαλὸ τῶν Δελφῶν)˙ συχνὰ ἐπίσης ἕνας εὐρύτερος τόπος ἐπιλεγόταν ὡς ὀμφαλός (βλ. τὴ Δῆλο, τὸν Λυκαβηττό, τὸ λόφο τῆς Σιών, τὸν Καύκασο, τὴ Μέμφιδα καὶ τὴν Ἄβυδο στὴν Αἴγυπτο κ.ἄ.). Στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες ἐξάλλου, κοινὴ ἦταν ἡ ἀντίληψη ἑνὸς ἱεροῦ κέντρου ὄχι μόνο στὴ στεριὰ ἀλλὰ ἐπίσης στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ θάλασσα. Ἔτσι, ὀμφαλὸς τοῦ οὐρανοῦ ἐθεωρεῖτο ὁ πολικὸς ἀστέρας, γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖο μοιάζει νὰ στρέφεται τὸ στερέωμα. Τὸ ἴδιο ἴσχυε καὶ γιὰ πολλοὺς λαοὺς τοῦ Βορρᾶ, ὅπως λόγου χάριν τοὺς Φίννους, τοὺς Σαμογέτες, τοὺς Κοριάκους, τοὺς Ἐσθονοὺς καὶ τοὺς Λάπωνες. Κέντρο τῆς θάλασσας ἐθεωρεῖτο γιὰ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Ὅμηρος, τὸ νησὶ τῆς Καλυψοῦς, ἡ Ὠγυγία [1].
Ὀμφαλὸς εἶναι ἐπίσης καὶ τὸ κέντρο τοῦ ἀνθρώπινου μικρόκοσμου, ὅπως συμβαίνει τόσο στὸν ὀρθόδοξο Ἡσυχασμὸ ὅσο καὶ στὴ Γιόγκα. Στὸ ἡσυχαστικὸ κίνημα ποὺ θέριεψε τὸν 14ο αἰώνα στὸν Ἄθω, μυστικιστὲς μοναχοὶ κάποιων ἁγιορείτικων μονῶν κλείνονταν στὸ κελί τους καί, ἀπομακρύνοντας τὸν νοῦ τους ἀπὸ καθετὶ τὸ κοσμικό, στήριζαν τὸ πηγούνι τους στὸ στῆθος τους καὶ προσήλωναν ἐπὶ ὧρες τὸ βλέμμα τους μὲ ἔνταση στὸν ὀμφαλό τους, ἀνιχνεύοντας ἐκεῖ τὴν ἕδρα τῶν ψυχικῶν δυνάμεων. Ἔτσι, σὲ κατάσταση ἀπόλυτης ἡσυχίας καὶ ἀδιάλειπτης προσευχῆς, κατέληγαν, ὕστερα ἀπὸ σκληρές, ἄγονες προσπάθειες μέσα στὴ σκοτοδινία καὶ τὴν ἀθυμία, νὰ περιπίπτουν σὲ ἔκσταση καὶ νὰ βλέπουν μὲ θεία εὐφροσύνη τὸ ἄκτιστο φῶς τοῦ Θαβώρ. Ἡ μυστικοπαθὴς αὐτὴ στάση γιὰ τὴ θεοπτία, πρόξενος μακροχρόνιων ἔριδων μέσα στοὺς κόλπους τοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ καὶ ἀσκητισμοῦ, ἦταν γνωστὴ ὡς ὀμφαλοσκοπία στοὺς ἀρχαίους Ἰνδοὺς καὶ τὴν καλλιέργησαν οἱ νεοπυθαγορικοί. Οἱ Ἰνδοὶ μάλιστα ὀνομάζουν τὸ ὀμφαλικὸ κέντρο μανιπούρα-τσάκρα καὶ ἀντιπροσωπεύει γι’ αὐτοὺς τὸ κέντρο τῶν μεταμορφωτικῶν ἐνεργειῶν καὶ τοῦ στοιχείου τοῦ πυρός. Θεωρεῖται πὼς ὁ Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος ὑπῆρξε, τρόπον τινά, ὁ εἰσηγητής, κατὰ τὸν 11ο αἰώνα τοῦ ἡσυχαστικοῦ μυστικισμοῦ. Οἱ ἡσυχαστές, ποὺ ὀνομάστηκαν χλευαστικὰ ὀμφαλοψυχίτες ἢ ὀμφαλοσκόποι ἀπὸ τὸν ἄσπονδο πολέμιό τους Βαρλαὰμ τὸν Καλαβρό, εἶχαν ἔνθερμο ὑποστηρικτή τους καὶ ὑπερασπιστὴ τῶν θέσεών τους τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ (+1360). Παραπλήσιο κίνημα ἀναπτύχθηκε τὸν 17ο αἰώνα καὶ στὴ Δύση, βασιζόμενο στὴ διδασκαλία τοῦ ἰσπανοῦ θεολόγου Μιγκὲλ Μολῖνος (1628-1696), οἱ δὲ ὀπαδοί του στὴ Γαλλία ὀνομάστηκαν κι αὐτοὶ ἡσυχαστές (Quiétistes).

Ὅπως προαναφέρθηκε, ποικίλοι εἶναι οἱ χῶροι τῆς γῆς ποὺ κατὰ καιροὺς ἔχουν ἐπιλεγεῖ ἀπὸ διάφορους πολιτισμοὺς ὡς πνευματικοὶ ὀμφαλοί. Οἱ Κέλτες, γιὰ παράδειγμα, εἶχαν κι αὐτοὶ διάφορα πνευματικὰ κέντρα. Ὁ Ἰούλιος Καῖσαρ κάνει λόγο γιὰ τὸ Locus Consecratus (Καθιερωμένο Τόπο), στὸ δάσος τῶν Καρνούτων [2], ὅπου συναθροίζονταν οἱ Δρυΐδες ὁλόκληρης τῆς Γαλατίας γιὰ νὰ ἐκλέξουν τὸν ἀρχηγό τους. Τὸ Θεῖον εἶναι βέβαια ἐκεῖνο ποὺ κάθε φορὰ ὑποδεικνύει στοὺς ἐκλεκτούς Του τὸν καινούργιο χῶρο ποὺ προορίζεται γιὰ πνευματικὸς ὀμφαλός. Ἡ δὲ ἀλλαγὴ ὀμφαλοῦ σημαίνει μετανάστευση τῆς θείας Χάριτος σὲ ἄλλο χῶρο τῆς γῆς ὅπου οἱ ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων τὸ καλοῦν.
Ἂς ἐπανέλθουμε ὡστόσο στὰ ἡμέτερα πεδία. Στὸν κύριο μέγιστο πνευματικὸ ὀμφαλὸ παγκόσμιας ἐμβέλειας ποὺ λέγεται Ἑλλάς, ὑπῆρξαν κατὰ τὴν ἀρχαιότητα πολλοὶ φάροι ποὺ δίδαξαν – καὶ ἀρκετοὶ ἐξακολουθοῦν νὰ διδάσκουν – τοὺς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν τὴν Ἀλήθεια. Τέτοιοι φάροι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Παρνασσὸ καὶ εἰδικότερα τοὺς Δελφοὺς μὲ τὴν Ἀνώτατη Ἡλιακὴ Συνείδηση ἐπὶ τῆς Γῆς, ὑπῆρξαν, μεταξὺ ἄλλων, ὁ Ὄλυμπος μὲ τὸ Δωδεκάθεο, ἡ Σαμοθράκη μὲ τὰ Καβείρια Μυστήρια, ἡ Πιερία μὲ τὰ Ὀρφικά, ἡ Κνωσὸς μὲ τὰ Μινωικά, ἡ Ἐλευσίνα μὲ τὰ Ἐλευσίνια Μυστήρια τῆς Δήμητρας καὶ τῆς Κόρης της Περσεφόνης, ὁ Ὑμηττὸς μὲ τοὺς Λυκομῆδες. Ἐξάλλου, μυστικὸ κέντρο παγκόσμιας πνευματικῆς ἀκτινοβολίας, νοητὸς φάρος ὥστε νὰ φωτίζεται ἡ ἀνθρωπότητα στὸ δρόμο τῶν πεπρωμένων της, ὀμφαλὸς τοῦ ὀμφαλοῦ Ἑλλὰς θεωρεῖται ἡ Ἀθήνα μὲ ὀμφαλικὸ ἐπίκεντρό της τὸ λόφο τῆς Ἀκρόπολής της.
Οἱ Δελφοὶ καθιερώθηκαν στὸ πανελλήνιο ὡς ὁ κατεξοχὴν «Γᾶς ὀμφαλὸς» σύμφωνα μὲ πολὺ γνωστὸ θρύλο τῆς ἀρχαιότητας [3]. Θέλοντας ὁ Ζεὺς νὰ ἐξακριβώσει ποῦ βρισκόταν τὸ κέντρο τῆς Γῆς, ἐξαπέλυσε ἀπὸ τὰ πέρατά της στὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴ Δύση δύο ἐξίσου γρήγορους ἀετούς, ποὺ συναντήθηκαν στοὺς Δελφούς. Στὸ σημεῖο ἀκριβὼς ὅπου ταυτίστηκαν οἱ οὐρές τους ἦταν ὁ Ὀμφαλὸς ὅπου, σὲ ἀνάμνηση τοῦ γεγονότος τούτου, οἱ κάτοικοι ἔστησαν δύο χρυσοὺς ἀετοὺς ποὺ πλαισίωναν ἕναν μαρμάρινο λίθο [4], ὁ ὁποῖος συμβόλιζε τὸν ὀμφαλὸ καὶ ἐπεσήμαινε ἔτσι τὸ κέντρο τῆς Γῆς. Βασιζόμενος ὁ Πίνδαρος σὲ αὐτὸν τὸ θρύλο, ὀνόμασε τὴν Πυθία «Διὸς αἰετῶν πάρεδρον» [5]. Ἔκτοτε, ὁ ὀμφαλὸς παρεστάθη συμβολικῶς στὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα συνήθως μὲ ὠοειδὴ λίθο κοσμημένο συχνότατα μὲ ταινίες δαφνῶν ἢ δικτυωτὸ πλέγμα, καὶ σπανιότερα μὲ κωνικοὺς ἢ πυραμιδόμορφους λίθους. Ὅμως καὶ ἀλλοῦ ἡ ὑλικὴ παρουσία τοῦ ὀμφαλοῦ συνδεόταν μὲ μιὰ ἱερὴ πέτρα. Ὀμφαλὸς ἦταν ὁ λίθος ποὺ στήριζε τὴν Κιβωτὸ τῆς Διαθήκης στὸ ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων. Οἱ σὲ ὄρθια στάση τοποθετημένοι μεγάλιθοι ποὺ ὀνομάζονται μενχὶρ ἦταν, πιθανότατα, κελτικοὶ ὀμφαλοί. Ἀλλὰ καὶ κάθε ἀρχαῖος βωμός, κάθε ἁγία τράπεζα συμβολίζει ἕνα κέντρο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο διέρχεται ἕνας ἄξονας τοῦ κόσμου.

Ἑλληνιστικὸ ἢ ρωμαϊκὸ ἀντίγραφο τοῦ ἀρχαϊκοῦ ὀμφαλοῦ˙ περιβάλλεται ἀπὸ τὸ «ἀγρηνόν», τὸ δικτυωτὸ πλέγμα, καὶ στὴν κορυφή του στηρίζονταν οἱ δύο χρυσοὶ ἀετοὶ πού, σταλμένοι ἀπὸ τὸν Δία, συναντήθηκαν στοὺς Δελφούς, Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο Δελφῶν.

Ὁ δελφικὸς ὀμφαλὸς ἦταν τοποθετημένος στὸ ἄδυτο τοῦ ἱεροῦ τοῦ Πυθίου Ἀπόλλωνα, κοντὰ στὸ ἄγαλμα τοῦ Θεοῦ. Λέγεται πὼς εἶχε στηθεῖ στὸν τόπο ὅπου ὁ Ἀπόλλων εἶχε σκοτώσει τὸν δράκοντα γιὸ τῆς Γαίας Πύθωνα καὶ συγχρόνως στὸ ρῆγμα ὅπου εἶχαν ἐξαφανιστεῖ τὰ ὕδατα ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸ τοῦ Δευκαλίωνα. Συμβόλιζε τὴ ζωτικὴ δύναμη ποὺ κυριαρχεῖ στὶς τυφλὲς καὶ τερατώδεις δυνάμεις τοῦ χάους˙ σήμερα θὰ λέγαμε ὅτι συμβόλιζε τὴ λογικὴ ρύθμιση τοῦ βίου, ἡ ὁποία ὅμως ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ἐσωτερικὴ κυριαρχία, μὲ τὴ νίκη ἐπὶ τοῦ ἑαυτοῦ, καὶ ὄχι μὲ ἐξωτερικὴ βοήθεια. Κατὰ τὸν Πίνδαρο, ὁ δελφικὸς ὀμφαλὸς ἦταν κάτι παραπάνω ἀπὸ τὸ κέντρο τῆς Γῆς, παραπάνω κι ἀπὸ τὸ κέντρο τοῦ δημιουργημένου σύμπαντος˙ συμβόλιζε τὴν ὁδὸ ἐπικοινωνίας μεταξὺ τῶν τριῶν ἐπιπέδων τῆς ὕπαρξης: τῆς ὑπόγειας κατοικίας τῶν νεκρῶν, τοῦ ζῶντος ἀνθρώπου ἐδῶ κάτω καὶ τοῦ Θείου.

Σύμφωνα μὲ τὴν παραπάνω μυθολογικὴ ἐντόπιση τῶν Δελφῶν ὡς ὀμφαλοῦ τῆς Γῆς, οἱ παραστάσεις τοῦ ὀμφαλοῦ σὲ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ μνημεῖα συνδέονται συνήθως, φυσικῷ τῷ λόγῳ, μὲ τὸν Ἀπόλλωνα ἢ μὲ σύμβολα τῆς λατρείας του. Σὲ ἀγγεῖο τῆς Νεάπολης εἰκονίζεται Ἀπόλλων Κιθαρωδὸς νὰ κάθεται πάνω σὲ ὀμφαλό. Σὲ νομίσματα τοῦ κράτους τῶν Σελευκιδῶν, ποὺ χρονολογοῦνται ἀπὸ τὸν Ἀντίοχο Α´ μέχρι τὸν Ἀντίοχο ΣΤ´, ἐνῶ στὴ μία τους πλευρὰ εἰκονίζεται πάντοτε ὁ ἑκάστοτε βασιλιὰς τῆς Συρίας, στὴν πίσω πλευρὰ εἰκονίζεται συχνότατα ὁ Ἀπόλλων καθισμένος πάνω σὲ ὀμφαλό. Ἐδῶ ἀξίζει νὰ ἀναφερθοῦν καὶ δύο ἀναθηματικὰ ἀνάγλυφα μὲ παράσταση ὀμφαλοῦ, γιὰ τὸ λόγο ποὺ θὰ ἐξηγηθεῖ στὴ συνέχεια. Τὸ πρῶτο ἀνάγλυφο φυλάσσεται στὸ Μουσεῖο τῆς Σπάρτης (ὑπ’ ἀριθμ. 468), ὅπου καὶ βρέθηκε, ἂν καὶ προέρχεται ἀπὸ κάλλιστο ἀττικὸ ἐργαστήριο. Στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ τούτου εἰκονίζεται ὁ Ἀπόλλων Κιθαρωδός, δηλαδὴ ὁ Πύθιος, καὶ ἀντικριστά του ἡ Ἄρτεμις σπένδουσα˙ ἀνάμεσά τους, στὰ πόδια τους, ὑπάρχει ὀμφαλός, φρουρούμενος στὴ βάση του ἀπὸ δύο ἀντικριστὰ εὑρισκόμενους ἀετούς, οἱ ὁποῖοι ὅμως κοιτάζουν ὁ ἕνας πρὸς ἀνατολὰς καὶ ὁ ἄλλος πρὸς δυσμάς [6]. Στὸ δεύτερο ἀνάγλυφο τοῦ Δ´ π.Χ. αἰώνα, ποὺ βρέθηκε στὴν Αἴγινα καὶ φυλάσσεται στὸ ἐκεῖ Μουσεῖο, εἰκονίζεται καὶ πάλι ὁ Ἀπόλλων Κιθαρωδὸς νὰ στέκεται κατενώπιον στὸ δεξιὸ μέρος μέσα σὲ πλαίσιο, ἀποτελούμενο ἀπὸ παραστάδες μὲ ἐπιστύλιο. Στὸ ἀριστερό του κρατάει λύρα καὶ στὸ δεξιό του φιάλη, μὲ τὴν ὁποία κάνει σπονδὴ πάνω ἀπὸ δελφικὸ ὀμφαλό, καλυμμένο μὲ ἀγρηνό, πάνω στὸν ὁποῖο στέκονται οἱ δύο ἀετοὶ τοῦ δελφικοῦ μύθου στραμμένοι ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλο, ἀλλ’ ἀποστρέφοντας τὸ κεφάλι τους πρὸς τὰ δύο σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα ἀπ’ ὅπου πέταξαν κατὰ τὸ μύθο. Στ’ ἀριστερὰ εἰκονίζεται ἄντρας ἱκέτης, κατὰ τὰ παραδεδεγμένα πολὺ μικρότερος στὸ ἀνάστημα ἀπὸ τὸν θεό [7].
Ἀπὸ τὰ παραπάνω ἐνδεικτικὰ παραδείγματα εἶναι προφανὴς ἡ σύνδεση τοῦ ὀμφαλοῦ μὲ τὴν ἀπολλώνια λατρεία, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη – στὴν πραγματικότητα – ἀπὸ τὴ λατρεία τοῦ Νοητοῦ Ἥλιου, τοῦ Πνευματικοῦ Ἥλιου, τὴ λατρεία δηλαδὴ τοῦ Θείου Λόγου, ἀφοῦ ὁ Ἀπόλλων ἀντιπροσωπεύει ἀνὰ τοὺς αἰῶνες τὸν Ἕλληνα Λόγο. Ἀπὸ τὰ παραπάνω ὅμως παραδείγματα γίνεται ἐπίσης φανερὴ ἡ μυστικὴ σύνδεση, ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα, τοῦ ὀμφαλοῦ καὶ μὲ τὸν Δικέφαλο Ἀετό, ἀφοῦ σὲ αὐτὸ τὸ ὕψιστο Ἐγρηγορὸς ἀνατέθηκε, σύμφωνα μὲ τὴν ἐσωτερικὴ παράδοση, ἡ ἀναγνώριση καὶ ἡ φρούρηση τοῦ Ὀμφαλοῦ τῆς Γῆς. Βέβαια, ὁ Δικέφαλος Ἀετὸς ἐμφανίζεται μὲ κρυπτικὸ τρόπο μέσω τῆς παράστασης δύο ἀετῶν, ποὺ κοιτάζουν ὁ μὲν ἀριστερὸς πρὸς δυσμάς, ὁ δὲ δεξιὸς πρὸς ἀνατολάς. Πῶς ὅμως θὰ μποροῦσε νὰ γίνει διαφορετικά, ἀφοῦ δύο ἀετοὺς εἶχε ἀποστείλει ὁ Ζεύς, σύμφωνα μὲ τὸν προαναφερθέντα θρύλο, προκειμένου νὰ ἐντοπιστεῖ τὸ σημεῖο τοῦ Κέντρου τῆς Γῆς; Τὸ ἐρώτημα βέβαια ποὺ τίθεται ἐδῶ εἶναι γιατί ὁ Ζεὺς εἶχε, κατὰ τὸ θρύλο, ἀποστείλει δύο ἀετοὺς ἀντὶ γιὰ τὸν Ἀετό του.
Ἡ θεία Ἀγάπη καὶ ἡ θεία Σοφία εἶναι ἐκφράσεις, ἐξωτερικεύσεις, τῆς Μοναδικῆς καὶ Ἑνιαίας Ἀρχῆς. Ὁ Δικέφαλος Ἀετὸς εἶναι τὸ ἀρχέτυπο ἐκεῖνο ποὺ ἐκφράζει σχηματικά, στὸν κόσμο ἐτοῦτο τῆς ὕλης, τὴ συλλειτουργία τῆς Σοφίας καὶ τῆς Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀνώτατης θείας Δημιουργικῆς Δυάδας. Ὁ Δικέφαλος Ἀετὸς ὑποδηλώνει μυστικὰ τὴν ἔννοια τῆς διπολικότητας, τὴν ἔννοια τῆς ἑνοποιημένης ἄρρενας καὶ θήλειας διττῆς πνευματικῆς φύσης. Ἐξάλλου, ἡ ἀνάδειξη καὶ καθιέρωση κάποιου χώρου ὡς πνευματικοῦ ὀμφαλοῦ εἶναι συνδεδεμένη, κατὰ τὰ φαινόμενα, μὲ τὴν ἐκεῖ παρουσία καὶ δράση τοῦ Αἰώνιου Ἄρρενος καὶ τοῦ Αἰώνιου Θήλεος.
Καθὼς μέσα στὸ σύμπαν εἶναι διάχυτη τόσο ἡ ἄρρενα θεία Ἀρχὴ ἢ ἐνεργητικὴ Δύναμη ὅσο καὶ ἡ θήλεια θεία Ἀρχὴ ἢ δεκτικὴ Δύναμη, πάμπολλα εἶναι, ἀπὸ τὰ πανάρχαια χρόνια, τὰ σύμβολα τὰ ὁποῖα κατὰ καιροὺς υἱοθετήθηκαν στὸ χῶρο τῆς ἀπανταχοῦ μύησης καὶ στὰ ὁποῖα ἀνευρίσκουμε τὴ θεία Δημιουργικὴ Δυάδα Ἀγάπη-Σοφία. Ἐνδεικτικὰ θὰ ἀναφέρουμε, ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ καὶ μόνο χῶρο, τὸν μινωικὸ διπλοῦν πέλεκυ (τὸν λάβρυ), τὸ ἐπίσης μινωικὸ σύμβολο τῶν δύο κεράτων τοῦ ταύρου, τὰ δικέφαλα ζῶα σὲ μινωικὲς σφραγίδες τῆς Κάτω Ζάκρου, τοὺς δύο ὄφεις τοὺς τοποθετημένους ἀντικριστὰ στὴν κορυφὴ τῆς ποιμαντορικῆς ράβδου τῶν ὀρθόδοξων ἀρχιερέων καθὼς καὶ ὅλα τὰ διπλὰ ἀντωπά, δηλαδὴ ἀντικριστὰ ἱστάμενα, ἢ μὲ περιπλεγμένους λαιμοὺς ζῶα ἢ πτηνά (λιοντάρια, παγώνια, περιστέρια κ.λπ.), μὲ προεξάρχοντα τὸν ἀετὸ μὲ τὶς δύο κεφαλὲς σὲ πληθώρα παραστάσεων, ἑραλδικῆς σημασίας.
Ὁ Δικέφαλος Ἀετός δὲν εἶναι, λοιπόν, τοτέμ, οὔτε βασιλικὸς θυρεός, ἀλλὰ μυστικὸ ἢ ἀπόκρυφο σύμβολο, ποὺ χρησίμευε ὡς ἔμβλημα σὲ πολλὲς μυστικὲς ἑταιρίες. Στοὺς Σουμμέριους, λόγου χάριν, χρησιμοποιοῦνταν ἀπὸ μιὰ θρησκευτικὴ καὶ ἀπόκρυφη ἑταιρία ποὺ ἀρχηγός της ἦταν ὁ βασιλιὰς τῆς Λαγκάς. Οἱ βασιλεῖς τῆς Λαγκὰς ταύτιζαν τὴν προσωπικότητά τους μὲ ἐκείνη τοῦ Δικέφαλου Ἀετοῦ. Στὸ Μητροπολιτικὸ Μουσεῖο τῆς Νέας Ὑόρκης σώζεται μάλιστα τμῆμα ἀργυροῦ τελετουργικοῦ πέλεκυ, σουμμεριακῆς πιθανότατα προέλευσης, ποὺ χρονολογεῖται τὸ 1900-1750 π.Χ. καὶ παριστάνει τὸν Δικέφαλο Ἀετὸ μὲ ἀνθρώπινο σῶμα. Βέβαια οἱ ἕλληνες ἐπιστήμονες ποὺ ἐκπόνησαν μονογραφίες γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Δικέφαλου Ἀετοῦ στὴν Ἑλλάδα (Σπ. Π. Λάμπρος, Ι. Ν. Σβορῶνος, Γ. Α. Σωτηρίου, Ἀδ. Ἄμαντος, Ν. Βέης κ.ἄ.), ἀγνοοῦσαν τὶς σχετικὲς μὲ τὸ ἐν λόγω σύμβολο ἐσωτερικὲς παραδόσεις. Ὁ Ἰωάννης Ν. Σβορῶνος, φερ’ εἰπεῖν, πιστεύει πὼς ὁ Δικέφαλος Ἀετὸς προέκυψε ἀπὸ τὴν «ἐκ παρανοήσεως μετατροπὴν τῶν δύο δελφικῶν ἀετῶν, ἐπικαθημένων ἐπὶ τοῦ ὀμφαλοῦ, εἰς ἓν δικέφαλον τέρας ἔχον πόδας τὰς οὐρὰς τῶν ἀετῶν, οὐρὰν δὲ τὸν ὀμφαλὸν καὶ τοὺς πόδας αὐτῶν» [8]. Ὅμως παραστάσεις Δικέφαλων Ἀετῶν ἔχουμε τόσο στὴν Ἀνατολή (π.χ. στοὺς Χετταίους, Σουμμέριους, Τουρκομάνους τῆς Περσίας, Σελτζούκους Τούρκους κ.ἄ.) ὅσο καὶ στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων.
Στὴν ἑλληνικὴ τέχνη, ὁ Δικέφαλος Ἀετὸς ἐμφανίζεται – ἀπροκάλυπτα – ἤδη ἀπὸ τὸν ΙΣΤ´ π.Χ. αἰώνα ὡς τμῆμα χρυσοῦ μυκηναϊκοῦ περιδέραιου ποὺ φυλάσσεται στὸ Ἐθνικὸ Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο, στὴν Ἀθήνα˙ καὶ λέμε «ἀπροκάλυπτα», ἐπειδὴ τὸ ἐν λόγω ὕψιστο σύμβολο ἐμφανίζεται καθ’ ὅλην τὴν ἀρχαιότητα μόνο συγκεκαλυμμένα, ὅπως π.χ. σὲ μυκηναϊκὸ τάφο τῆς Κύπρου, ποὺ χρονολογεῖται τὸν ΙΑ´ π.Χ. αἰώνα, ὑπὸ τὴ μορφὴ δύο ἀετῶν καθισμένων στὴν κορυφὴ σκήπτρου, καθὼς ἄλλωστε καὶ στὰ προαναφερθέντα ἀνάγλυφα. Ἐπίσης μὲ προηγούμενο ἄρθρο μου ἐπεδίωξα νὰ ἀποδείξω ὅτι καὶ ὁ ἀρχαιοελληνικὸς ναός, καὶ ἰδίως ὁ δίπτερος, στὴν ὑπέρτατη πραγμάτωσή του, συμβολίζει, κρυπτικὰ καὶ αὐτός, ἕναν Δικέφαλο Ἀετό, ἀφοῦ ἔχει δύο ἀετώματα [9]. Ἂς σημειωθεῖ ἀκόμα ἡ περιγραφὴ τοῦ Λυκαίου ὄρους στὴν Ἀρκαδία ἀπὸ τὸν περιηγητὴ τοῦ 2ου μ.Χ. αἰώνα Παυσανία. Σύμφωνα μὲ αὐτήν, «στὴν πιὸ ψηλὴ κορυφὴ τοῦ βουνοῦ ὑπάρχει βωμὸς τοῦ λύκαιου Δία, ἀποτελούμενος ἀπὸ σωρὸ χώματος˙ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς Πελοποννήσου εἶναι ὁρατὸ ἀπὸ τὸ μέρος αὐτό [ὕψους 1.421 μ.]. Μπροστὰ στὸ βωμό, στ’ ἀνατολικά, ὑψώνονται δύο κίονες, ἐπὶ τῶν ὁποίων ὑπῆρχαν παλαιότερα ἀετοὶ ἐπίχρυσοι» [10]. Μέχρι σήμερα σώζονται οἱ βάσεις τῶν δύο τούτων κιόνων. Ἐξάλλου, δίδυμοι ἀετοὶ κοσμοῦσαν τὸ στέμμα τῶν Σελευκιδῶν στὴ Συρία καὶ τῶν Πτολεμαίων στὴν Αἴγυπτο.

Τὸ ὕψωμα Ἁιλιάς (1400 μ. ὑψόμετρο), μία ἀπὸ τὶς τρεῖς ὑψηλότερες κορυφὲς τοῦ Λυκαίου ὄρους. Στὴν ἐδῶ εἰκόνα φαίνονται οἱ βάσεις τῶν ἀναφερόμενων ἀπὸ τὸν Παυσανία δύο κιόνων, ἐπάνω στοὺς ὁποίους ἦταν στὰ κλασικὰ ἴσως χρόνια οἱ δύο ἐπίχρυσοι ἀετοί.

Ἀφοῦ ὁ Δικέφαλος Ἀετός, σύμβολο τοῦ Διπόλου ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν σύνδραση τοῦ Αἰώνιου Ἄρρενος καὶ τοῦ Αἰώνιου Θήλεος, συνδέεται στενὰ μὲ τὸν ὀμφαλό, φυσικὸ εἶναι νὰ συνδέεται καὶ μὲ τὴν Ἑλλάδα, τὸν κατεξοχὴν ὀμφαλὸ τοῦ Κόσμου. Ἔτσι ἄλλωστε ἐξηγεῖται ἡ εὐρύτατη παρουσία τοῦ σχηματοποιημένου Δικεφάλου στὸν ἑλληνικὸ χῶρο, μολονότι δὲν ὑπῆρξε ποτὲ ἐπίσημο ἔμβλημα τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ἂν καὶ συμβόλιζε ἐξωτερικὰ τὴν κυριαρχία της στὴν Εὐρώπη καὶ στὴν Ἀσία, οὔτε ἀπετέλεσε ποτὲ στοιχεῖο τῆς συμβολικῆς τῆς ἐπίσημης Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Καὶ πράγματι, σὲ κανένα ἄλλο ἔθνος δὲν βρίσκουμε, ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων, κυρίως ὅμως ἀπὸ τὰ βυζαντινὰ χρόνια ὣς τὶς μέρες μας, τὴν σὲ τέτοια ἔκταση καὶ ἀφθονία παρουσία τοῦ ἱεροῦ Δικεφάλου σὲ ὅλες τὶς ἐκφράσεις τόσο τοῦ δημόσιου ὅσο καὶ τοῦ ἰδιωτικοῦ βίου τῶν Πανελλήνων. Ὁλόκληρη ἡ ἑλληνικὴ ἐπικράτεια βρίθει ἀπὸ παραστάσεις τοῦ Δικέφαλου Ἀετοῦ, καθὼς ἐπίσης καὶ οἱ περιοχὲς ὅπου ἄλλοτε μεγαλούργησε ὁ ἑλληνισμός. Ἀκόμα καὶ στὴ μακρινὴ πόλη Τάξιλα, στὸ Σιρκὰπ τοῦ σημερινοῦ Πακιστάν, τὴν ὁποία ἐπισκέφτηκε ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος τὸ 327 π.Χ., σώζεται ναὸς τοῦ Δικέφαλου Ἀετοῦ, ποὺ χρονολογεῖται ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Ἐπιγόνων. Τοῦτο ἀποδεικνύει ὅτι ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ἦταν ἀναγνωρισμένη ἡ ἱερότητα τοῦ ἐν λόγω Διπόλου ὥστε νὰ τοῦ ἀφιερώνεται ναός.

Ἀριστερά: Ὁ ναὸς τοῦ Δικέφαλου Ἀετοῦ, Σιρκάπ (Τάξιλα), Πακιστάν. Δεξιά: Λεπτομέρεια ἀπὸ τὰ θωράκια τοῦ ναοῦ μὲ ἔκτυπη παράσταση Δικέφαλου Ἀετοῦ.

Σύμφωνα μὲ κάποια παράδοση, στὴν οἰκία ὅπου γεννήθηκε ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος πῆγε καὶ κάθισε ζεῦγος ἀετῶν. Ἐξαρχῆς ἡ πλειονότητα τῶν ἱστορικῶν ἐρευνητῶν θεώρησε τὸν Δικέφαλο Ἀετὸ σύμβολο κοσμικῆς ἐξουσίας. Ἀκόμα καὶ γιὰ τὰ χρόνια τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ὁ ἱερὸς Δικέφαλος θεωρήθηκε σύμβολο τῆς αὐτοκρατορικῆς ἐξουσίας. Ὡς τέτοιο ἄλλωστε υἱοθετήθηκε, μετὰ τὴν Ἅλωση, ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα τῆς Μόσχας Ἰβὰν Γ´ (Βασίλιεβιτς) τὸν Μέγα (1438-1505), ὁ ὁποῖος νυμφεύθηκε τὴν ἡγεμονίδα Σοφία Παλαιολογίνα, κόρη τοῦ τελευταίου δεσπότη τῆς Πελοποννήσου Θωμᾶ Παλαιολόγου καὶ ἀνιψιὰ τοῦ τελευταίου βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ´ Παλαιολόγου. Ἀπὸ τὸν Ἰβὰν Γ´ τὸν παρέλαβαν οἱ ρῶσοι τσάροι γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ἐγείρουν ἀξιώσεις ἐπὶ τοῦ βυζαντινοῦ θρόνου ὡς δῆθεν νόμιμοι κληρονόμοι τῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων καὶ ὡς ἡγέτες τοῦ μεγαλύτερου ὀρθόδοξου – κι ἐπιπλέον ἐλεύθερου – ἔθνους. Γιὰ παρεμφερεῖς λόγους χρησιμοποίησαν τὸν Δικέφαλο Ἀετὸ καὶ οἱ Αὐστριακοί, οἱ Βούλγαροι, οἱ Σέρβοι, οἱ Ἀλβανοί, οἱ Οὖγγροι κ.ἄ. σὲ ἐθνόσημα καὶ οἰκόσημα, ἀφοῦ ἔτσι κι ἀλλιῶς οἱ μονοὶ ἀετοὶ ὑπῆρξαν ἀπὸ τὰ ἀρχαιότερα χρόνια διακριτικὸ σημεῖο ἀρχῆς, δηλαδὴ ὑψηλοῦ ἀξιώματος.
Ὅπως ἀναφέρεται σὲ χριστιανικὲς μυστικὲς παραδόσεις, ὁ Δικέφαλος Ἀετὸς καθιερώθηκε ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο (280/288-337 μ.Χ.) ὡς ἱερὸ σύμβολο τῶν μεμυημένων, οἱ ὁποῖοι θὰ ὑποστήριζαν τὴ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία ἀπὸ συστάσεώς της στὸ ἔργο της. Σύμφωνα μὲ τὴ μυστικὴ ἱστορία τοῦ Δικέφαλου Ἀετοῦ, καθὼς ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος βάδιζε γύρω στὸ 320 μ.Χ. ἐπικεφαλῆς τῶν ρωμαϊκῶν μονοκέφαλων ἀετῶν γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει ἐπιδρομὴ βαρβάρων ἀπὸ τὴν Ἀσία, εἶδε μιὰ νύχτα ἀκτίνα φωτὸς νὰ σχηματίζει στὸν οὐρανὸ σταυρὸ σὲ σχῆμα σπαθιοῦ καὶ πύρινα γράμματα ποὺ σχημάτιζαν τὴ φράση: «Ἐν τούτῳ νίκα». Ἀμέσως μετά, στὴ θέση τους ἐμφανίστηκε ἕνας πρωτόγνωρος γι’ αὐτὸν τεράστιος Δικέφαλος Ἀετός. Στὴ θέα αὐτή, ὁ αὐτοκράτορας λιποθύμησε. Ὅταν συνῆλθε, ζήτησε μία χρυσὴ πλάκα, πάνω στὴν ὁποία χάραξε τὸν Δικέφαλο Ἀετὸ μαζὶ μὲ τὴν προφητικὴ φράση. Τὸ ὅραμα αὐτὸ καὶ ἡ ἑρμηνεία του τὸν μεταμόρφωσαν ἀπὸ ἀμείλικτο διώκτη τῶν Χριστιανῶν σὲ ἔνθερμο ὑπερασπιστή τους. Γι’ αὐτὸ οἱ αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου θρυλεῖται ὅτι ἔφεραν στὸ στῆθος τους τὴ συμβολικὴ παράσταση τοῦ Δικέφαλου Ἀετοῦ, ἡ ὁποία δὲν ἦταν βέβαια δημιούργημα δικῆς του σύλληψης, οὔτε ἦταν αὐτοκρατορικὸς θυρεός. Πολλοὶ μάλιστα ἀπ’ αὐτούς, καὶ πάντως οἱ πιὸ σημαίνοντες, ὅπως γιὰ παράδειγμα ὁ Ἀλέξιος Α´ Κομνηνὸς (1081-1118) καὶ ὁ Κωνσταντῖνος ΙΑ´ Παλαιολόγος (1449-1453), ὑπῆρξαν ἀρχηγοὶ μιᾶς μυητικῆς Ἑταιρίας, ἐκείνης τῶν Ἀδελφῶν τῆς Ἀνατολῆς, τῆς ὁποίας ἐσωτερικὸ ἔμβλημα ἦταν ὁ Δικέφαλος Ἀετός. Γι’ αὐτό, ὁ ἰμπεράτορας – ἀπὸ τὴ λατινικὴ λέξη imperator – ἦταν βαθμὸς καὶ ἀξίωμα τῆς ἐν λόγω Ἑταιρίας, ἀσχέτως ἂν τὸ ἀπένεμαν σ’ ἕναν πραγματικὸ αὐτοκράτορα ἢ ὄχι. Φέροντας λοιπὸν τὸν Δικέφαλο Ἀετὸ στὸ στῆθος τους, οἱ βυζαντινοὶ αὐτοκράτορες ἀπέτιαν φόρο τιμῆς πρὸς τὸ ἔμβλημα αὐτό.
Στοὺς βυζαντινοὺς χρόνους, ὁ ὀμφαλὸς παριστανόταν – κρυπτικὰ πιὰ κι αὐτὸς μὲ τὴ σειρά του – ἀπὸ τὰ ὀμφάλια. Ὀμφάλιον ὀνόμαζαν οἱ Βυζαντινοὶ τὴν ἀπὸ χρωματιστὸ (συνήθως πορφυρὸ) μάρμαρο στρογγυλὴ πλάκα, τὴν ὁποία τοποθετοῦσαν στὸ δάπεδο τῶν αἰθουσῶν, ναῶν κ.λπ., ποὺ ἦταν στρωμένο μὲ μωσαϊκὸ ἢ μαρμάρινες ὀρθογώνιες πλάκες. Τὰ ὀμφάλια τῶν ναῶν εἰκόνιζαν συνήθως – τί παράδοξο (!) – τὸν Δικέφαλο Ἀετό. Ἐνδεικτικὰ ἂς ἀναφερθεῖ ἡ ἀνάγλυφη πλάκα μὲ παράσταση τοῦ ἱεροῦ Δικεφάλου, ἡ ὁποία σώζεται στὸ δάπεδο τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, Μητρόπολης τῆς βυζαντινῆς καστροπολιτείας τοῦ Μυστρᾶ, καὶ χρονολογεῖται τὸ 1300 μ.Χ. περίπου. Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι μέχρι σήμερα ἐπικρατεῖ ἡ συνήθεια νὰ τοποθετεῖται ἕνα ὀμφάλιο στὸ δάπεδο πολλῶν καινούργιων ἱερῶν ναῶν, κάτω ἀπὸ τὸν τροῦλο καὶ μπρὸς ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη.

Ἀνάγλυφη πλάκα μὲ παράσταση τοῦ Δικέφαλου Ἀετοῦ (περ. 1300 μ.Χ.) στὸ δάπεδο τῆς Μητρόπολης (ναοῦ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου), Μυστρᾶς.

Ἡ Ἑλλάδα ὑπῆρξε ἀνέκαθεν γενέτειρα φωτεινῶν πνευμάτων, τῶν ὁποίων ἡ παρουσία καὶ τὸ ἔργο μεταλαμπάδευσαν τὸ Φῶς σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Ἄλλωστε ἡ ἴδια ἡ ἱστορία της τὴν καταξιώνει ὡς ὀμφαλὸ θείας Χάριτος καὶ νοητὸ φάρο πολιτισμοῦ, ἀποδεικνύοντας πὼς δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ χώρα, ἕνα κράτος ἢ ἕνα ἔθνος ἀλλὰ ζῶσα ἐξελισσόμενη Ἰδέα, καὶ ὑπ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια γίνεται λόγος γιὰ τὴν Ἑλλάδα στὸ παρὸν κείμενο. Σύμφωνα μὲ τὴν ἐσωτερικὴ παράδοση, «δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ τὸ μέλλον τῆς Ἑλλάδας συνδέεται μὲ τὴ φανέρωση τοῦ Ἔργου τοῦ Λόγου στὴ Νέα Κοσμικὴ Περίοδο. Καὶ δὲν εἶναι σύμπτωση ὅτι τοῦτο ἀποσιωπᾶται, ἀποκρύπτεται ἢ διαστρεβλώνεται συστηματικά, μαζὶ μὲ τὴν ἀδιάλειπτη καὶ μεθοδευμένη πολεμικὴ σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα». Τόπος ὕψιστης πνευματικότητας, κέντρο παγκόσμιας πνευματικῆς ἀκτινοβολίας, εἶναι λοιπὸν ὁλόκληρη ἡ Ἑλλάδα, ἡ εὐλογημένη ἀπὸ τὶς θεῖες Δυνάμεις καὶ καθαγιασμένη μὲ τὶς ἑκατοντάδες ἐξωκλήσια – φαινόμενο μοναδικὸ παγκοσμίως – διάσπαρτα στοὺς κάμπους καὶ τὰ λαγκάδια ἢ σκαρφαλωμένα σὲ κάθε λοφάκι, κάθε βουνοκορφή, κάθε βραχονησίδα. Γι’ αὐτό, εἶναι πολὺ φυσικὸ ποὺ σ’ ἕναν τέτοιο τόπο ὁ ἱερὸς Δικέφαλος βρῆκε, μετὰ κυρίως τὴν πτώση τῆς Βασιλεύουσας, τέτοιαν ἀπήχηση στὶς ψυχὲς τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἱερὸς Δικέφαλος συνυφάνθηκε μὲ τοὺς πόθους καὶ τὰ ὄνειρα τοῦ σκλαβωμένου ἑλληνισμοῦ καὶ θεωρήθηκε μάλιστα ὡς ὑψηλὸ ἐθνικὸ σύμβολο, ἐνῶ ἡ λαϊκὴ παράδοση τὸ διέσωσε ὡς σύμβολο σύνδεσης τοῦ ὑπόδουλου Ἔθνους μὲ κέντρο πνευματικῆς δύναμης. Ἐξάλλου, ὁ Δικέφαλος Ἀετὸς υἱοθετήθηκε ὡς σύμβολο καὶ τῆς αἰχμάλωτης ἀλλὰ πάντοτε μαχόμενης Ἐκκλησίας, κοσμώντας τὰ κίτρινα λάβαρά της. Ἔτσι, δὲν εἶναι διόλου τυχαῖο ποὺ ὁ Δικέφαλος Ἀετὸς ἀποτελεῖ τὸ προσφιλέστερο θέμα – ὄχι βέβαια γιὰ διακοσμητικοὺς ἁπλῶς λόγους – τῆς νεοελληνικῆς τέχνης καὶ κατέχει σὲ αὐτὴν ἐντελῶς ἐξαιρετικὴ θέση. Εἰδικὰ στὴ λαϊκὴ τέχνη ἐμφανίζεται μὲ ἀπειράριθμες καὶ πολύμορφες ἀπεικονίσεις, ἀποδεικνύοντας περίτρανα ὅτι, ἂν καὶ εἶχε ἀποκτήσει τόση μεγάλη σημασία στὰ βυζαντινὰ χρόνια, δὲν ἔχασε ποτὲ τὴ συμβολική του δύναμη μετὰ τὴν Ἅλωση, ἀλλὰ ἀπεναντίας διατηρήθηκε ὁλοζώντανος στὴ συνείδηση τῶν Πανελλήνων.
Πάμπολλους δικέφαλους ἀετοὺς βρίσκουμε, λοιπόν, στὴ διακόσμηση τῶν ἐκκλησιῶν καὶ τῶν σπιτιῶν. Στὴν ἐκκλησιαστικὴ χρήση, δικέφαλοι ἀετοὶ εἰκονίζονται σὲ δάπεδα ναῶν, τέμπλα, βημόθυρα, ἄμβωνες, ἐκκλησιαστικὰ σκεύη, ἄμφια, εὐαγγέλια, ἐγκόλπια, σταχώσεις ἱερῶν βιβλίων, κεραμικὰ αὐγὰ πολυελαίων κ.λπ. Στὴν κοσμικὴ χρήση, δικέφαλοι ἀετοὶ εἰκονίζονται σὲ λαϊκὰ κεντήματα καὶ ὑφαντά (π.χ. στὰ τρυπητὰ κεντήματα τῆς Ἀστυπάλαιας τοῦ 18ου καὶ 19ου αἰώνα καὶ σὲ κρητικὰ ὑφαντά), σὲ φορεσιές (π.χ. στὴν ἄκρη τῆς μπόλιας, τὴν ὑφαντὴ ἢ χρυσοκέντητη ζώνη, τὰ χρυσοποίκιλτα σιγκούνια, τὰ κοντογούνια), σὲ ταγάρια, στὴν ξυλογλυπτικὴ τόσο τὴν ἀστικὴ ὅσο καὶ τὴν ποιμενική (π.χ. στὰ σκυριανὰ ἔπιπλα, στὶς σφραγίδες γιὰ τοὺς ἄρτους, στὰ κουτάλια, τὶς

Πρόσοψη κασέλας (18ος αἰ.), 0,31 x 0,81 μ., Μουσεῖο Σκύρου. Ἡ σύνθεση ἀναπτύσσεται συμμετρικὰ γύρω ἀπὸ τὸ κεντρικὸ θέμα τοῦ Δικέφαλου Ἀετοῦ. Τὰ ὑπόλοιπα διακοσμητικὰ στοιχεῖα εἶναι καὶ αὐτὰ διπλά, ἐνῶ τὰ ζῶα εἶναι ἀντικριστά. Τὰ κυπαρίσσια, ἀπὸ τὰ συνηθέστερα θέματα τῆς ἀστικῆς ξυλογλυπτικῆς, παρουσιάζονται ἐδῶ σὲ ἀξιοσημείωτη παραλλαγή˙ εἶναι δίκορφα.

ρόκες), στὴν ἀγγειοπλαστική, στὴ λιθογλυπτική (π.χ. στὰ πέτρινα ἢ μαρμάρινα τηνιακὰ ἀλλὰ καὶ γενικότερα τὰ κυκλαδίτικα ὑπέρθυρα καὶ στοὺς φεγγίτες τῶν παραθύρων), στὴν ἀργυροχοΐα καὶ τὴ χρυσοχοϊκή (π.χ. στὰ γιαννιώτικα γιορντάνια, τὶς πόρπες, τὰ σκουλαρίκια, τὰ βραχιόλια, τὰ τεπελίκια, τὰ τσαπράζια, τὰ ἀσημένια κιουστέκια, τὶς ταμπακέρες, τὶς πάλες, τὰ χαϊμαλιά), στὴ μεταλλουργία (π.χ. στὰ χατζάρια, τὰ γιαταγάνια, τὰ καριοφίλια), καθὼς καὶ σὲ πάμπολλα οἰκόσημα ἀρχοντικῶν οἰκογενειῶν. Σημειωτέον ὅτι ἀκόμα καὶ ἡ ξένη βιομηχανία, θέλοντας νὰ κάνει ἀγαπητὰ τὰ προϊόντα της στὸν τόπο μας, τὰ στόλιζε τὶς περισσότερες φορὲς μὲ τὸν δικέφαλο ἀετό. Βλέπουμε, λοιπόν, τὰ ἰταλικὰ λαγήνια ποὺ προορίζονταν γιὰ τὴν Ἀνατολὴ νὰ εἶναι διακοσμημένα μὲ δικέφαλους ἀετούς.


Κέντημα τῆς Ἀστυπάλαιας μὲ δικέφαλους ἀετούς, Μουσεῖο Μπενάκη, Ἀθήνα.

Ἡ Ὀρθοδοξία ἐξάλλου, μόνη αὐτὴ ἀπὸ τὰ λοιπὰ χριστιανικὰ δόγματα, ἀπέδωσε μὲ ἐντελῶς εὑρηματικό, ὑψηλὸ καὶ κεκρυμμένο τρόπο, μέσω τῆς ἑλληνικῆς πρωτίστως εἰκονογραφίας, τὸ ὑψηλὸ σύμβολο πνευματικῆς Ἀρχῆς ποὺ εἶναι ὁ Δικέφαλος Ἀετός, δηλαδὴ τὸ ἱερὸ Δίπολο, ὅπως προαναφέρθηκε, τῆς Ἀγάπης καὶ τῆς Σοφίας τοῦ Θεοῦ. Συγκεκριμένα, ἡ ὀρθόδοξη εἰκονογραφία τῆς μεταβυζαντινῆς κυρίως περιόδου ἀπεικονίζει τὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστή, τὸν Ἀποκεφαλισθέντα, ὡς πτερωτὸ Ὂν μὲ τεράστιες φτεροῦγες ποὺ φτάνουν ὣς τὴ γῆ καὶ μὲ δύο κεφαλές, ἂν καὶ ἡ μία μέσα σὲ πινάκιο (βλ. π.χ. τὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου, ἡ ὁποία χρονολογεῖται στὸ 2ο μισὸ τοῦ 16ου αἰώνα, φέρει τὴν ὑπογραφὴ τοῦ σπουδαίου ἁγιογράφου Μιχαὴλ Δαμασκηνοῦ καὶ φυλάσσεται στὸ Μουσεῖο Ζακύνθου).

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος (17ος αἰ.), Ἰωάννης Τζενέτος, φορητὴ εἰκόνα, Μονὴ Πεντέλης.

Βέβαια, γιὰ ὅποιον δὲν γνωρίζει τὴ μυστικὴ ἔννοια τῶν συμβόλων, εἶναι ἀπορίας ἄξιο πῶς ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς καὶ Πρόδρομος Κυρίου εἰκονίζεται, αὐτὸς μονάχα ἀπὸ ὅλους τοὺς ἁγίους, ὡς πτερωτὸ ὄν. Ὁ βυζαντινολόγος Ἀνδρέας Ξυγγόπουλος τὸ ἀποδίδει ἁπλῶς στὴν προφητικὴ νύξη τοῦ εὐαγγελικοῦ ἐδαφίου: «οὗτος γάρ ἐστι περὶ οὗ γέγραπται ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδὸν ἔμπροσθέν σου» (Ματ. 11.10). Ἄλλωστε καὶ ἡ ὀρθόδοξη Ὑμνολογία ἀναφέρει τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο ὡς ἔνσαρκο ἄγγελο [11]. Πιὸ ἀξιοπερίεργη ὡστόσο φαίνεται, ἐξωτερικὰ πάντοτε, ἡ ἀπεικόνισή Του μὲ δύο κεφαλές. Αὐτὰ ἰσχύουν, ἐξυπακούεται, γιὰ ὅσους ἀγνοοῦν τὴν ἐσωτερικὴ ἑρμηνεία τοῦ Δικέφαλου Ἀετοῦ καὶ τὴν κρυπτικὴ ἀπεικόνιση τῆς ἄρρενας ἔκφρασής Του.
Ἡ μοναδικὴ ἄλλη χαρακτηριστικὴ περίπτωση ἀπεικόνισης ἀπὸ τὴ βυζαντινότροπη, πλὴν ὅμως λαϊκὴ αὐτὴ τὴ φορά, ἁγιογραφία τοῦ ἱεροῦ Δικεφάλου, στὴ θήλεια ὡστόσο ἔκφρασή του, εἶναι ἐκείνη τῆς ἁγίας Παρασκευῆς, ἡ ὁποία εἰκονίζεται συχνὰ μὲ δύο κεφαλές, ἀκόμα πιὸ ὑπαινικτικὰ μολαταῦτα, ἀφοῦ κατὰ κανόνα κρατάει ἕνα πινάκιο ποὺ περιέχει τὰ δύο μάτια της ἢ ἐντελῶς σπανιότατα ἕνα δεύτερο κεφάλι.


Ἡ ἁγία Παρασκευή, φορητὴ εἰκόνα σύγχρονης ἐποχῆς διὰ χειρὸς Χρήστου Ν. Λιόνδα.

Ἐξάλλου, καὶ σὲ φορητὲς εἰκόνες τῆς ἁγίας Αἰκατερίνας, ἄλλης μίας θήλειας ἔκφρασης τοῦ ἱεροῦ Δικεφάλου, βλέπουμε τὸ ὑπέρτατο τοῦτο σύμβολο νὰ εἰκονίζεται στὸ μανδύα τῆς ἁγίας μὲ τρόπο ποὺ ἡ καθεμία κεφαλὴ τοῦ Δικέφαλου Ἀετοῦ νὰ ἀποτυπώνεται στὸ κάθε μέρος τοῦ ἐνδύματος (βλ. τέτοιες εἰκόνες στὸ Βυζαντινὸ καὶ Χριστιανικὸ Μουσεῖο Ἀθηνῶν, ὅπως π.χ. ἐκεῖνες ποὺ φιλοτεχνήθηκαν τὸν 17ο αἰώνα ἀπὸ τοὺς ἁγιογράφους Βίκτορα καὶ ἱερομόναχο Σίλβεστρο).

Ἡ ἁγία Αἰκατερίνα (1692), Βίκτωρ, φορητὴ εἰκόνα, 120x85 ἑκ., Βυζαντινὸ καὶ Χριστιανικὸ Μουσεῖο Ἀθηνῶν.


Σημειώσεις

1. Ὀδύσσ. α 50 («... ὄθι τ’ ὀμφαλός ἐστι θαλάσσης»).Πίσω
2. Ἡ χώρα τῶν Καρνούτων, λαοῦ τῆς κελτικῆς Γαλατίας, ἐκτεινόταν στὴ μεταξὺ τῶν ποταμῶν Σηκουάνα (Seine) καὶ Λίγηρα (Loire) περιοχή, ποὺ ἀντιστοιχεῖ στὶς σημερινὲς διοικητικὲς περιφέρειες τῆς Σάρτρης (Chartres), τῆς Ὀρλεάνης (Orléans) καὶ τοῦ Μπλουά (Blois). Πίσω
3. «..., καὶ ἐκάλεσαν τῆς γῆς ὀμφαλόν, προσπλάσαντες καὶ μῦθον ὅν φησι Πίνδαρος, ὅτι συμπέσοιεν ἐνταῦθα οἱ ἀετοὶ οἱ ἀφεθέντες ὑπὸ τοῦ Διός, ὁ μὲν ἀπὸ τῆς δύσεως ὁ δ’ ἀπὸ τῆς ἀνατολῆς˙ οἱ δὲ κόρακάς φασι. Δείκνυται δὲ καὶ ὀμφαλός τις ἐν τῷ ναῷ τεταινιωμένος καὶ ἐπ’ αὐτῷ αἱ δύο εἰκόνες τοῦ μύθου», Στράβων, Γεωγραφικῶν Θ´ (Ἀνατολικὴ Ἑλλάδα), C. 419. Πίσω
4. «Τὸν δὲ ὑπὸ Δελφῶν καλούμενον Ὀμφαλὸν λίθου πεποιημένου λευκοῦ, τοῦτο εἶναι τὸ ἐν μέσῳ τῆς γῆς πάσης αὐτοί τε λέγουσιν οἱ Δελφοὶ καὶ ἐν ᾠδῇ τινι Πίνδαρος ὁμολογοῦντα σφισιν ἐποίησεν», Παυσανίας, Φωκικά, 16.3. Πίσω
5. Πίνδαρος, Πυθιόνικος Δ´ (Ἀρκεσιλάῳ Κυρηναίῳ ἅρματι), 4. Πίσω
6. Βλ. Paul Wolters στὸ Mitteilungen des Kaiserlich-Deutschen Archaelogischen Instituts, Athenische Abteilung, τόμ. 12, Verlag von Karl Wilberg, Athen 1887, σσ. 378-383, πίν. ΧΙΙ. Ἐπίσης Ulrich Hausmann, Griechische Weihreliefs, Walter de Gruyter & Co., Berlin 1960, σ. 65, πίν. 35. Πίσω
7. Βλ. Ἰωάννης Ν. Σβορῶνος, Ἀρχαιολογικὴ Ἐφημερίς, περιοδικὸν τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας, περίοδος τρίτη, τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου, Ἀθήνησι 1912, σσ. 254-255, πίν. 22. Πίσω
8. Ἰωάννης Ν. Σβορῶνος, Δικέφαλος Ἀετὸς τοῦ Βυζαντίου, Ἀθῆναι 1914. Πίσω
9. Φοῖβος Ἰ. Πιομπῖνος, «Ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικὸς ναὸς καὶ ὁ Δικέφαλος Ἀετός», Πάροδος 17, σσ. 1914-1922. Πίσω
10. Παυσανίας, Ἀρκαδικά, 38.7 (μτφρ. Νικ. Δ. Παπαχατζῆ). Πίσω
11. Ὁ Λόγος Β´ εἰς τὸ Γενέσιον τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἀπὸ τὴν Ἀποστολικὴ Σαγήνη ἀναφέρει στοὺς Χαιρετισμοὺς στὸν Ἰωάννη: «Χαῖρε, Προφῆτα καὶ Πρόδρομε, ἐπίγειε Ἄγγελε καὶ οὐράνιε ἄνθρωπε»˙ καὶ ἀλλοῦ: «... μὲ τὴν ἰσάγγελον Ζωήν». Πίσω

* Πρωτοδημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ Ἐμβόλιμον, τχ 61-62, Καλοκαίρι - Φθινόπωρο 2011, σσ. 53-60.
Ἀπὸ τὸ ἐν λόγω κείμενο, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ κείμενο «Ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικὸς ναὸς καὶ ὁ Δικέφαλος Ἀετός», προέκυψε τὸ δοκίμιο Ἡ Ἑλλάδα καὶ ὁ Δικέφαλος Ἀετός, Ἐκδόσεις τοῦ Φοίνικα, Ἀθήνα 2019, 23Χ15,5, σ. 59.