Περὶ δυσμορφίας καὶ τερατομορφίας

Περὶ δυσμορφίας καὶ τερατομορφίας[*]

Στοὺς Ἰωσὴφ καὶ Ἰουλία Στεφάνου


Ὁ Πλάτων ἔβλεπε στὰ γεωμετρικὰ σχήματα τὴν ἰδέα τοῦ ἀπόλυτου Κάλλους, ἂν καὶ στὴν ἀρχαιότητα, ἡ ἀνθρώπινη μορφὴ μὲ τὶς ἐξιδανικευμένες ἀναλογίες της ἐθεωρεῖτο τὸ πρότυπο τῆς ὀμορφιᾶς. Γι’ αὐτὸν ἄλλωστε τὸ λόγο οἱ κανόνες στὶς εἰκαστικὲς τέχνες ὑπῆρξαν ἀρχικὰ ἀνθρωπομορφικοί, ἰδιαίτερα στὴ γλυπτική. Σημειωτέον ὅτι τὸν Α΄ π.Χ. αἰώνα ὁ Μᾶρκος-Πωλλίων Βιτρούβιος ἐφαρμόζει τοὺς κανόνες αὐτοὺς ἀκόμα καὶ στοὺς κίονες τῶν ἀρχιτεκτονημάτων.
Μοιάζει ἐντελῶς παράδοξο τὸ γεγονὸς ὅτι μπορεῖ νὰ χαρακτηρίζονται ἐξίσου ὡραῖες διάφορες φαινομενικὰ ἑτερόκλητες μορφὲς τῆς Δημιουργίας, μορφὲς τόσο διαφορετικὲς ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅσο λόγου χάριν ἕνα ζαρκάδι, ἕνα πτηνό, ἕνα ψάρι ἢ ἕνα ἄνθος. Τέτοιες μορφὲς φαίνεται νὰ μὴν ἔχουν κανένα κοινὸ στοιχεῖο μεταξύ τους, κανένα στοιχεῖο συγκρισιμότητας. Κι ὅμως, ὅλες ἀνεξαιρέτως οἱ φυσικὲς μορφές, ὄντας δημιουργήματα τοῦ ἴδιου Δημιουργοῦ, ἔχουν ἔτσι κι ἀλλιῶς κάτι τὸ οὐσιαστικό, τὸ θεμελιῶδες κοινό: τὴν κοινή τους προέλευση. Ἐξάλλου, οἱ διάφορες μορφὲς ποὺ χαρακτηρίζονται ὡς ἐξίσου ὡραῖες ἔχουν κοινὸ παρονομαστὴ τὸν ἴδιο βαθμὸ τελειότητας, μὲ τὸν ὁποῖο ὑλοποιοῦν τὴν ἰδιαίτερη Ἰδέα τῆς ὁποίας ἀποτελοῦν ἔκφραση στὸν κόσμο τοῦτο, ἐπιτρέποντάς μας κατὰ τὸ ἴδιο μέτρο νὰ ἀναχθοῦμε σὲ αὐτήν. Ἢ γιὰ νὰ τὸ διατυπώσω ἀλλιῶς: ἔχουν κοινὸ παρονομαστὴ τὸν ἴδιο βαθμὸ ἀνταπόκρισής τους πρὸς τὴν ἄυλη ἐκείνη μορφὴ ποὺ ἀποτελεῖ τὴν προτύπωσή τους στὸν κόσμο τῶν Ἰδεῶν. Μὲ αὐτὸ τὸ σκεπτικό, ἄσχημες εἶναι οἱ μορφὲς ποὺ ἀφίστανται ἀπὸ τὴν προτύπωσή τους.

Ὑποκειμενικὰ θεωρούμενη, μιὰ μορφὴ εἶναι ὄμορφη ἢ ἄσχημη ἀνάλογα μὲ τὸ νόημα ποὺ τῆς προσδίδουμε, ἀνάλογα δηλαδὴ μὲ τὸ κατὰ πόσο ἡ μορφὴ αὐτὴ συνδέεται ἢ συμπίπτει μὲ τὴν ὑποσυνείδητη ἐπιθυμία μας ἔτσι ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ ἐκφράζει ἢ νὰ ἐπικαλεῖται αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἐπιθυμία. Ὅσο γιὰ τὴν ἐπιθυμία, αὐτὴ προκαθορίζεται ἀπὸ ἐντελῶς προσωπικὲς ἐμπειρίες καὶ βιώματα ποὺ σφυρηλάτησαν τὸν ψυχικό μας κόσμο καὶ προσδιόρισαν μέσα μας τὸ μέτρο τοῦ ὡραίου, τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ ἀληθοῦς, ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας στιγμὴ ποὺ ἄνοιξαν τὰ μάτια μας καὶ ἀντίκρισαν τὸν κόσμο τοῦτο. Ἐξυπακούεται βέβαια ὅτι τὸ ἐν λόγω μέτρο καθορίζεται καὶ ἀπὸ τὴν εὐρύτερη ἠθική, ἰδεολογικὴ καὶ αἰσθητικὴ ἀντίληψη τῆς ἑκάστοτε χώρας καὶ ἐποχῆς. Στὴν ἐρωτικὴ διάσταση εἰδικότερα, τὸ ὅτι νιώθουμε ἕλξη γιὰ κάποιο ἄτομο ὀφείλεται ὄχι τόσο στὸ πλάσμα αὐτὸ καθαυτὸ ποὺ ἔχουμε ἀπέναντί μας ἢ στὸ πλάι μας, ἀλλὰ στὸ τί κόσμους αὐτὸ ξυπνάει μέσα μας καὶ τοὺς φέρνει στὴν ἐπιφάνεια -καὶ τοῦτο μᾶλλον ἐρήμην του-, στὸ τί ἰδέες καὶ συναισθήματα ὑποκινεῖ, ἀνακινεῖ, ἐνεργοποιεῖ ἐντός μας, στὸ τί συναισθήματα μᾶς κάνει νὰ προβάλλουμε πάνω του καί κυρίως, στὸ τί ψυχολογικές, συναισθηματικὲς ἐλλείψεις μας ἔρχεται νὰ καλύψει. Ἔτσι, ὅταν ἀγαπᾶμε, λίγο μᾶς ἐνδιαφέρει τελικὰ ἡ μορφὴ τοῦ ἀγαπημένου μας προσώπου. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε γιὰ κάθε μωρὸ παιδὶ ἡ μάνα του εἶναι θεά, κι ἂς φαίνεται σὲ μᾶς ἄσχημη ἢ χυδαία ἢ ἀμελητέα.
Ἐκπλήσσει τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα δὲν χρησιμοποιεῖ ὡς ἀντίθετο τῆς λέξης ὄμορφο ἤ, λογιότερα, εὔμορφο, τὴ λέξη δύσμορφο, ὅπως θὰ ἔμοιαζε ὀρθότερο, ἀλλὰ τὴ λέξη ἄσχημο, ποὺ αὐτή, μὲ τὴ σειρά της, εἶναι τὸ ἀντίθετο τῆς λέξης εὔσχημο. Ὅμως ἡ γλώσσα, καὶ δὴ τῆς τάξεως καὶ τῆς ἀκρίβειας τῆς ἑλληνικῆς, δὲν λαθεύει ποτὲ καὶ δὲν χρησιμοποιεῖ ποτὲ ἀσυλλόγιστα μιὰ λέξη ἀντὶ κάποιας ἄλλης, φαινομενικὰ σωστότερης. Ἄλλωστε, οὔτε δημιουργεῖ κατ’ οὐσίαν συνώνυμα γιὰ νὰ ὑποδηλώσει τὸ ἴδιο ἀκριβῶς πράγμα μὲ διαφορετικοὺς τρόπους. Ἡ οἰκονομία ποὺ διέπει κάθε γλώσσα, πολλῷ δὲ μᾶλλον τὴν ἑλληνική, δὲν τὸ ἐπιτρέπει. Ἐν τοιαύτη περιπτώσει, πῶς συμβαίνει στὸ παραπάνω παράδειγμα νὰ περνᾶμε ἀπὸ τὴ μορφὴ στὸ σχῆμα γιὰ νὰ δώσουμε δύο ἀντίθετους ἐπιθετικοὺς προσδιορισμούς; Οἱ λόγοι μοιάζουν ψυχολογικοί. Τὸ ἄσχημο τὸ περιορίζει ἡ γλώσσα στὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση, στὸ φαίνεσθαι τῆς μορφῆς, μὲ ἄλλα λόγια στὸ σχῆμα της, ἐνῶ τὸ ὄμορφο τὸ φυλάει προκειμένου νὰ χαρακτηρίσει τὸ περιεχόμενο τῆς μορφῆς, τὸ εἶναι της, τὴν οὐσία της. Τὸ εὖ στὴ μορφὴ ἀφορᾶ ὄχι μόνο τὸ ὡραῖο ἀλλὰ ἐπίσης τὸ καλὸ καὶ τὸ ἀληθές, ἐνῶ τὸ ἄσχημο ἀκολουθεῖ τοὺς κανόνες τῆς κοινωνικῆς σύμβασης ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβει τὴν ἀληθινὴ φύση μιᾶς μορφῆς, τὸ εἶναι της. Ἔτσι, μπορεῖ μὲν νὰ ἀποδέχεται ἢ νὰ ἀπορρίπτει τὰ διάφορα σχήματα, ὄχι ὅμως καὶ τὸ ἀναπόσπαστο εὖ τῶν μορφῶν.

Ἀπόλυτα ὡραῖες μορφὲς στὸν κόσμο μας δὲν ὑπάρχουν. Καὶ τοῦτο ἐπειδὴ στὸν κόσμο ἐτοῦτο τῆς σχετικότητας καὶ τῆς δυαρχίας τῶν ἐναντίων καὶ τῶν ἀντιθέτων, ὁ «καταστρεπτικὸς» -ἢ μήπως καὶ μεταμορφωτικός;- παράγοντας πρὸς καθετὶ τὸ δημιουργικὸ δρᾶ ἐναντιωματικὰ ἐπὶ τῶν μορφῶν, παραβιάζοντας τοὺς φυσικοὺς Νόμους. Ἔτσι, συντελεῖ στὴν παραμόρφωση τῶν μορφῶν ὡς καὶ τὴν τερατόμορφη ἐμφάνιση ὄντων, τὰ ὁποῖα ἀντιτίθενται ἀκούσια στὴν ἁρμονία τῆς Φύσης καθὼς καὶ στὴν ἐπικράτηση τοῦ Ὡραίου. Κι ὅπως δὲν ὑπάρχουν ἀπόλυτα ὡραῖες μορφὲς στὴν ὑλικὴ Δημιουργία, ἔτσι δὲν ὑπάρχουν οὔτε ἀπόλυτα ἄσχημες, ἀφοῦ τὸ ἄσχημο εἶναι ἀνυπόστατο στὴν προτύπωση τῶν μορφῶν, στὴ σύλληψη τῆς θείας Φαντασίας, τὸ δὲ ἀπόλυτο εἶναι ἔννοια ἡ ὁποία δὲν συνάδει μὲ τὴ σχετικότητα ποὺ χαρακτηρίζει τὸν κόσμο μας.

Ὅλες, λοιπόν, οἱ μορφὲς τῆς ὑλικῆς Δημιουργίας διαβαθμίζονται στὴν κλίμακα τοῦ Ὡραίου, καὶ καμιὰ ἀνεξαιρέτως μορφὴ δὲν νοεῖται νὰ χαρακτηρίζεται ἄσχημη ἀλλὰ ἁπλῶς λιγότερο ὡραία, κατὰ περίπτωση, ἀπὸ κάποιαν ἄλλη. Ἄλλωστε καὶ ἡ πιὸ «ἄσχημη», θὰ λέγαμε, μορφὴ διαθέτει ὁπωσδήποτε βαθμὸ ὡραιότητας ἤ, ὀρθότερα, ἕνα τουλάχιστον ἐξαιρετικὰ ὄμορφο στοιχεῖο, πάει νὰ πεῖ ἕνα σημεῖο στήριξης τοῦ Καλοῦ πάνω της, ἀκόμα κι ἂν αὐτὸ εἶναι ἀσήμαντο ἢ ἔστω κι ἂν αὐτὸ δὲν εἶναι πάντοτε ἐμφανές (ἕνα τέλειο λόγου χάριν ἐσωτερικὸ ὄργανο ὅπως τὸ ἧπαρ ποὺ προσδίδει ὑγεία στὸ σῶμα ἑνὸς ἔμβιου ὄντος καὶ τοῦ δημιουργεῖ συνθῆκες εὐμορφίας).

Ἐν κατακλεῖδι, ἄσχημη θὰ μπορούσαμε νὰ χαρακτηρίσουμε μόνο τὴ φυσικὴ ἐκείνη μορφὴ πού, λόγω κατασκευαστικῆς της ἀπόκλισης ἀπὸ τὶς συνήθεις συγγενεῖς μορφές, ἐμποδίζεται νὰ ὑπηρετήσει τὸ σκοπὸ τὸν ὁποῖο εἴθισται νὰ ὑπηρετοῦν, κατὰ τὴ γνώμη μας, οἱ παραπλήσιες μορφές˙ καὶ τοῦτο, ἀνεξάρτητα ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἀξιολογικά, καθαρὰ αἰσθητικῆς –καὶ ἄρα ἐντελῶς ὑποκειμενικῆς καὶ ψυχολογικῆς- φύσεως κριτήρια.
Δύσμορφη, καὶ σὲ πιὸ ἀκραία περίπτωση τερατόμορφη, μπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ μιὰ ἔμβια μορφὴ ποὺ ἔχει παρεκκλίνει ἀπὸ τὴ «φυσιολογική» της ὑπόσταση τόσο ὥστε ἡ ἐμφάνισή της νὰ προκαλεῖ ἀπέχθεια, ἀποστροφή, εἰδέχθεια, ἀποτροπιασμὸ ἢ καὶ μόνο ἀηδία, δεδομένου ὅτι τὸ ὡραῖο ἀπάδει πρὸς τὸ μὴ φυσιολογικό (ἀκρωτηριασμοί, δυσπλασίες ἢ τερατογενεῖς διαπλάσεις, ὅπως λόγου χάριν ἡ φωκομελία κ.λπ.). Ὅταν ἡ δυσμορφία δὲν ὀφείλεται στὶς λεγόμενες ἐπίκτητες ἢ σωματικὲς παραμορφωτικὲς ἀλλοιώσεις ἐξαιτίας δυστυχήματος (π.χ. ἀπώλεια μέρους ἑνὸς ὀργάνου ἢ ἔλλειψη ὁλόκληρου τοῦ ὀργάνου), κάποιας ἀσθένειας (π.χ. ρευματικὴ πολυαρθρίτιδα) ἢ μιᾶς χημικῆς οὐσίας (π.χ. θειϊκὸ ὀξύ), τότε πρόκειται κατ’ οὐσίαν γιὰ τερατομορφία, ἡ ὁποία ὀφείλεται σὲ τερατογονία. Ἡ τερατογονία, μὲ τὴ σειρά της, ὀφείλεται σὲ συγγενεῖς δυσπλασίες ἢ ἀλλιῶς διαμαρτίες τῆς διάπλασης. Αὐτὲς εἶναι εἴτε γενετικές (π.χ. ἡ πολυδακτυλία), δηλαδὴ προκύπτουν ἀπὸ γονιδιακὴ ἢ χρωμοσωμικὴ μετάλλαξη καὶ εἶναι πάντοτε κληρονομικές, εἴτε ἀποτέλεσμα βλάβης ποὺ προκλήθηκε στὸ νεογνὸ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐνδομήτρια ζωῆς του, καὶ σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση δὲν εἶναι ποτὲ κληρονομικές.
Ἡ τερατομορφία διακρίνεται σὲ τρεῖς μεγάλες κατηγορίες μὲ πολλὲς παραλλαγές: 1) τὸν ἑρμαφροδιτισμό, 2) τὰ ἁπλὰ ἢ μονομερῆ τέρατα, στὰ ὁποῖα ἀναγνωρίζονται τὰ ὄργανα -τέλεια ἢ ἀτελῆ- ἑνὸς μόνο ἀτόμου, καὶ 3) τὰ διπλὰ τέρατα, στὰ ὁποῖα ἐμφανίζονται τὰ στοιχεῖα -τέλεια ἢ ἀτελῆ- δύο ἀτόμων. Σπάνια μπορεῖ νὰ ὑπάρξουν καὶ τριπλὰ τέρατα. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἡ παρέκκλιση κάποιας φυσικῆς μορφῆς ἀπὸ τὸ «φυσιολογικό», σὲ κάποια ἠπιότερη ἔκφρασή της, εἶναι μορφολογικῆς ἢ λειτουργικῆς φύσεως καὶ ἐντοπίζεται κυρίως στὸ μέγεθος καὶ τὸν ὄγκο ἑνὸς σώματος (π.χ. ὁ νανισμός, ὁ γιγαντισμὸς κ.ἄ.), στὸ σχῆμα καὶ τὶς ἀναλογίες τῶν μερῶν του (π.χ. ἡ ὑδροκεφαλία, ἡ λαγωχειλία κ.ἄ.), στὴ διάταξη τοῦ ἀριθμοῦ τῶν μερῶν του (π.χ. ἡ τετραδακτυλία, ἡ πολυδακτυλία κ.ἄ.), εἶναι δὲ ἐντονότερη στὴν περίπτωση ἀνεπανόρθωτης ἔλλειψης ἑνὸς τουλάχιστον στοιχείου ποὺ δὲν εἶναι ἀναπλάσιμο. Ἀπὸ τὴν ἐνδεικτικὴ παράθεση τῶν παραπάνω παραδειγμάτων γίνεται φανερὸ πὼς οἱ περιπτώσεις αὐτὲς ἀφοροῦν τὰ ἔμβια καὶ ἰδιαιτέρως τὰ ἀνθρώπινα ὄντα.
Βάσει τῶν προαναφερθέντων, ἕνα ὑποτιθέμενο ἐξωγήινο πλάσμα ποὺ θὰ ἐπισκεπτόταν τὸν πλανήτη μας καὶ δὲν θὰ εἶχε, μορφικά, καμιὰν ἀπολύτως σχέση μὲ τὶς ὑπάρχουσες γύρω μας συμβατικὲς μορφές, ἐφόσον δὲν θὰ ἔφερε πάνω του οὔτε κὰν ἕνα ἀναγνωρίσιμο στοιχεῖο, δὲν θὰ τὸ χαρακτηρίζαμε τερατόμορφο ἀλλὰ ὡς καινοφανὴ μορφή. Καὶ θὰ ἦταν ὄντως μιὰ νέα, πρωτόγνωρη μορφὴ ποὺ θὰ εἶχε, φυσικά, ἕναν ἄγνωστο σὲ μᾶς ρόλο νὰ διαδραματίσει μέσα στὴν ὑλικὴ Δημιουργία. Δὲν εἶναι, λοιπόν, τυχαῖο ποὺ στὶς κινηματογραφικὲς ταινίες ἐπιστημονικῆς φαντασίας γιὰ εὐρεία κατανάλωση δίνονται πάντοτε στοὺς ἐξωγήινους κάποια ἀναγνωρίσιμα, δηλαδὴ ἀνθρωπομορφικά, χαρακτηριστικά, ὥστε νὰ καθίστανται ἔτσι πιὸ τερατώδεις. Ἐξάλλου, ἕνα ἐξωγήινο ὂν ποὺ θὰ μᾶς ἐπισκεπτόταν δὲν θὰ μποροῦσε νὰ διακρίνει τὶς τερατώδεις ἀπὸ τὶς κανονικὲς γιὰ μᾶς μορφές, ἀφοῦ τερατῶδες εἶναι κάτι μόνο γιὰ τὴ δική μας, τὴν ἀνθρώπινη ἀντίληψη. Σὲ ἕνα τέτοιο ὄν, ὅλες ἀνεξαιρέτως οἱ γήινες μορφὲς θὰ φαίνονταν εἴτε ἀξιοπερίεργες εἴτε ἐνδεχομένως τερατώδεις.

Οἱ τερατώδεις μορφὲς μέσα στὴ Δημιουργία μπορεῖ βέβαια νὰ μὴν εἶναι συνήθεις καὶ νὰ ἀποτελοῦν ἐξαίρεση, δὲν παύουν ὡστόσο νὰ εἶναι φυσικές. Γιατὶ μήπως ὑπάρχει, σὲ τελευταία ἀνάλυση, τίποτα τὸ μὴ φυσικό, κάτι δηλαδὴ ποὺ νὰ μὴν ἀποτελεῖ μέρος τῆς Φύσης καὶ ποὺ νὰ συμβαίνει, νὰ ἐμφανίζεται ἔξω ἀπὸ τὴ Φύση; Ἄραγε μὲ τὸν ὅρο «φυσικὸ» ἐννοοῦμε ἁπλῶς καὶ μόνο τὸ σύνηθες, ὁπότε αὐτὸ ἀφορᾶ ἕνα καθαρὰ στατιστικὸ μέγεθος τῆς συχνότητας μὲ τὴν ὁποία ἐμφανίζεται μιὰ μορφή, ἢ ἀπεναντίας πρέπει νὰ χαρακτηρίζουμε ὡς τέτοιο πᾶν ὅ,τι ὑπάρχει στὴ Φύση; Ποιὸς ἄλλωστε μπορεῖ νὰ εἰσδύσει στὸν ὑπέροχο Νοῦ τῆς Φύσης, ὅταν ἐκείνη μᾶς ἐμφανίζει ἀσυνήθεις παραλλαγὲς γνωστῶν μορφῶν; Νὰ ἀποτελεῖ ἄραγε τοῦτο μιὰ δοκιμὴ τῆς ἴδιας τῆς Φύσης στὴν προσπάθειά της νὰ ἐξελίξει μιὰν ἤδη ὑπάρχουσα μορφή, ὅπως ἐξάλλου συνέβη μὲ τὴν ὑποτιθέμενη ἐξέλιξη διαφόρων εἰδῶν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες;

Καθὼς τὰ πάντα μὲς στὴ Δημιουργία ὑπόκεινται στὴν καταναγκαστική, θὰ λέγαμε ἀφελῶς, δράση τῶν θείων Νόμων, οἱ ὁποῖοι καθορίζουν τὸ πλαίσιο λειτουργίας ὁλόκληρης τῆς Φύσης, μὲ συνέπεια νὰ μὴν μπορεῖ αὐτὴ νὰ αὐθαιρετεῖ, οὔτε ἡ τερατογονία ἢ τερατογενεσία θὰ πρέπει νὰ εἶναι αὐθαίρετη˙ τουναντίον φαίνεται νὰ ἀκολουθεῖ, κι αὐτή, κάποιους αὐστηροὺς κανόνες, καθορισμένους ἐπακριβῶς ἀπὸ τοὺς Νόμους. Ἔτσι, ἐνῶ λόγου χάριν ἔχει παρατηρηθεῖ ἡ γέννηση δικέφαλων σπονδυλωτῶν (ἀπὸ τὰ ψάρια ὣς τὶς σαλαμάνδρες, κι ἀπὸ τὰ φίδια ὣς τὰ θηλαστικά), δὲν ἔχει ποτὲ ὑπάρξει οὔτε ἕνα τρικέφαλο˙ ἐξάλλου, στὰ πενταδάκτυλα ἔμβια ὄντα ἔχουν ὑπάρξει πολλὰ δείγματα ἑξαδακτυλίας ἀλλὰ ὄχι, ἂς ποῦμε, δεκαδακτυλίας. Θὰ ἔλεγε, λοιπόν, κανεὶς πὼς ὑπάρχει ἕνα ἀνυπέρβλητο ὅριο ποὺ καθορίζεται ἀπὸ τὸ Νόμο, οὕτως ὥστε νὰ ἐμφανίζεται ἡ τερατογένεση πεπερασμένη ὡς πρὸς τὶς ἐκφράσεις της. Μέσω τοῦ φαινομένου ποὺ ἐμεῖς ἀποκαλοῦμε τερατογένεση, πιθανὸν ἡ Φύση νὰ πειραματίζεται, ἀνοίγοντας μία δίοδο γιὰ τὴ δημιουργία κάποιας νέας μορφῆς, ὅπως ἤδη προαναφέραμε.

Ἡ τερατοπλασία ἢ τερατομορφία ἐνδέχεται νὰ εἶναι τέτοιας τάξεως ποὺ νὰ παρεμποδίζει ὄχι μόνο τὴν ἁρμονικὴ συνύπαρξη τοῦ τερατόμορφου ὄντος μὲ τὰ ὑπόλοιπα ἄτομα τοῦ ἴδιου εἴδους ἢ πιθανῶς καὶ μὲ ἄλλα εἴδη τοῦ περιβάλλοντός του, ἀλλὰ ἐπίσης τὴν εὔρυθμη, αὐτόνομη λειτουργία του καὶ τελικὰ τὴν ἴδια τὴν ἐπιβίωσή του, ἀφοῦ ὁ Νόμος τῆς Ζωῆς ἀπορρίπτει ὅ,τι ἀπάδει πρὸς αὐτόν. Ἕνα εἶναι πάντως βέβαιο: ὅτι ἡ Ζωή, ἀκόμα κι ἂν δὲν τὸ ἀπορρίψει, δὲν τὸ διαιωνίζει, φροντίζοντας ὥστε αὐτὸ νὰ μὴν μπορεῖ νὰ ἀναπαραχθεῖ. Γι’ αὐτὸ βλέπουμε νὰ μὴν ἀναπαράγεται ποτὲ ἡ τερατομορφία, δηλαδὴ νὰ μὴν κληροδοτεῖται ἀπὸ τοὺς γονεῖς στὰ τέκνα, ἀφοῦ ἡ γνήσια τερατογένεση περιορίζεται, ὡς γνωστόν, σὲ παράγοντες ποὺ δροῦν μετὰ τὴ γονιμοποίηση, κατὰ τὴν ἀρχικὴ ἐμβρυϊκὴ περίοδο, ἐκτὸς κι ἂν ἡ δεδομένη ἀνωμαλία εἶναι γενετικῆς φύσεως, δηλαδὴ γονιδιακῆς αἰτιολογίας, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐγγεγραμμένη στὸ DNA τοῦ τερατόμορφου ὄντος. Καὶ σὲ τούτη ὅμως τὴν περίπτωση, δὲν βλέπουμε τὴν τερατομορφία νὰ παγιώνεται, νὰ μονιμοποιεῖται, νὰ ἀναπαράγεται στὸ διηνεκὲς ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους του, ἀλλὰ κάποτε ἐκλείπει. Ποιὸς ἔχει ποτὲ παραστεῖ στὴ γένεση ἑνὸς νέου -καὶ γι’ αὐτὸ βραχυχρόνια «τερατόμορφου»- εἴδους ποὺ νὰ ἐπιβιώνει μέσα στὸ χρόνο ὡς ἰσότιμο τῶν ὑπόλοιπων εἰδῶν;

Λέμε πὼς οἱ τερατώδεις ἔμβιες μορφὲς προκύπτουν ἀπὸ τὴν ἀπορρύθμιση τῆς φυσιολογικῆς ἀνάπτυξής τους ἐξαιτίας κάποιας γενετικῆς ἢ περιβαλλοντικῆς διαταραχῆς. Ὅμως ἡ Φύση ἀρέσκεται, ὅπως εἰπώθηκε, νὰ πειραματίζεται. Ἐξάλλου, ὅταν ἡ Φύση θέλει νὰ δημιουργήσει μιὰ νέα μορφή, τοῦτο δὲν τὸ πραγματοποιεῖ ἀπότομα, ἀπὸ τὴ μία στιγμὴ στὴν ἄλλη, ἀλλὰ μὲ τὴ βιολογικὴ διαδικασία ἑκατομμυρίων ἐτῶν (Νόμος τῶν Βραδειῶν Διαδικασιῶν). «Natura non facit saltus», δηλαδὴ «ἡ Φύση δὲν κάνει ἅλματα» λέει ὁ Λάιμπνιτς (Leibniz, 1646-1716). Ἐφόσον, λοιπόν, τὸ τερατῶδες κατορθώσει τελικὰ νὰ ἐπιβιώσει, ἐφόσον ἡ Ζωὴ δὲν τὸ ἀπορρίψει ἀλλὰ τὸ διαιωνίσει, παύει κάποτε, μὲς στὴ ροή τοῦ χρόνου, νὰ θεωρεῖται τερατῶδες. Ἂν δεχτοῦμε τὴ θεωρία τῆς ἐξέλιξης τῶν μορφῶν, τότε μήπως ὅλες οἱ ἐξελίξεις τῆς μορφῆς κάποιων εἰδῶν ἀποτελοῦσαν τερατογονίες στὸ ἀρχικό τους στάδιο μέχρις ὅτου γίνουν κάποτε ἀποδεκτὲς ἀπὸ τὴ Φύση ὡς νέες μορφὲς ποὺ νὰ ἐξυπηρετοῦν κάποιο ἄλλο ἴσως αἴτημα τῆς Δημιουργίας; Μήπως τὰ ἀμφίβια θὰ τὰ θεωρούσαμε, ἂν πρωτοεμφανίζονταν σήμερα, τερατώδη σὲ σχέση μὲ τὰ ψάρια, ἐνῶ ἁπλῶς διήνυαν ἕνα στάδιο πρὶν ἀπὸ τὴν τελική τους μετάταξη σὲ μιὰν ἀνώτερη μορφὴ ζωῆς;

Μολονότι ὅλα σχεδὸν τὰ ὄργανα τῶν φυτῶν μπορεῖ νὰ ἐμφανίσουν τερατομορφίες (π.χ. ταινίαση, ἀλβινισμό, πελωρία, χλωρίαση κ.ἄ.), ἡ δυσμορφία ἢ ἡ τερατογενὴς διάπλαση δὲν μᾶς ἐνοχλεῖ ποτὲ στὴ χλωρίδα ἀλλὰ μόνο στὴν πανίδα. Τὰ ζῶα ἔχουν πολὺ συγκεκριμένη, καθορισμένη μορφή, ἐνῶ τὰ φυτὰ καὶ τὰ ὀρυκτὰ ἔχουν συνήθως κλασματική (fractal), καθὼς τὰ μέρη τῆς κάθε μορφῆς εἶναι ἐπανάληψη τοῦ ὅλου, ἢ κάθε μορφὴ εἶναι ὅμοια πρὸς τὰ μέρη της. Ἔτσι, πῶς νὰ θεωρήσει κανεὶς δύσμορφα κάποια φυτὰ ἢ ὀρυκτά; Τὸ πολὺ πολὺ νὰ θαυμάσει τὴν «παραξενιὰ» τῆς φύσης, ὅταν πρόκειται γιὰ φυτὰ ποὺ ξεφεύγουν ἀπὸ τὰ συνήθη μορφικὰ πλαίσια καὶ ἐμφανίζονται μὲ ἀκανόνιστη μορφή, ἡ ὁποία, ὡστόσο, συνήθως διαφεύγει ἀπὸ τὴν ἀντίληψη τοῦ κοινοῦ παρατηρητῆ. Προκειμένου δὲ γιὰ τὰ ὀρυκτά, αὐτὰ ἐμφανίζονται μὲν ὑπὸ καθορισμένη μορφικὴ κατασκευὴ ποὺ ὁδηγεῖ σὲ ἐμφάνιση κρυστάλλων, πλὴν ὅμως δὲν παρουσιάζουν συγκεκριμένα μορφικὰ χαρακτηριστικὰ παρὰ μᾶλλον ὑλικὲς ἰδιότητες. Γι’ αὐτὸ δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ βρεῖ σὲ αὐτὰ κανένα κοινὸ στοιχεῖο, κανένα δηλαδὴ στοιχεῖο ποὺ νὰ προσιδιάζει στὴ δική του μορφή, ὥστε νὰ ὑπάρξει ἔστω κι ἕνα σημεῖο ταύτισης μαζί τους. Ἐκεῖνο ποὺ θαυμάζουμε στὴν περίπτωσή τους εἶναι τὸ σχῆμα καὶ ἡ δημιουργούμενη μορφή τους, ὅπου κι ἂν τὴ συναντήσουμε, ὅσο ἀλλόκοτη κι ἂν μᾶς φαίνεται, καθὼς καὶ τὰ ἐκπληκτικά, πολλὲς φορές, χρώματά τους. Ἄλλωστε, ἀφοῦ τὸ δομικὸ στοιχεῖο τῶν ὀρυκτῶν, ὁ μικροκρύσταλλος, ἔχει πάντοτε τὴν ἴδια συγκεκριμένη μορφή, τὰ ὀρυκτὰ δὲν μποροῦν νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὴν προτύπωσή τους, καὶ ἑπομένως εἶναι ἀδύνατον νὰ χαρακτηριστοῦν δύσμορφα.

Σύμφωνα μὲ τὰ προαναφερθέντα, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ χαρακτηρίζονται τὰ ἔντομα ἄσχημα ἢ δύσμορφα, ἐφόσον βέβαια δὲν παρεκκλίνουν ἀπὸ τὴ φυσιολογική τους ὑπόσταση -ἂν καὶ ποιὸς θὰ ταραζόταν ἀπὸ ἕνα ἔντομο μὲ ὲνα ζεῦγος ποδιῶν περισσότερο ἀπὸ τὸ κανονικὸ ἢ ἔστω θὰ πρόσεχε αὐτὴ τὴ δυσπλασία του; Κι ὅμως εἶναι ἀπορίας ἄξιο πῶς γιὰ ὅλους σχεδὸν τοὺς ἀνθρώπους κάποια τουλάχιστον εἴδη ἀπὸ αὐτά, γιὰ νὰ μὴν ποῦμε σχεδὸν ὅλα, εἶναι ἀποκρουστικά. Μοιάζει ἡ ἀποστροφὴ αὐτὴ καὶ ὁ τρόμος ποὺ προξενοῦν στοὺς ἀνθρώπους νὰ ἔχουν ἐγγραφεῖ στὸν γενετικό τους κώδικα ἢ νὰ ἀφοροῦν τὸ συλλογικὸ ὑποσυνείδητο τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους, νὰ εἶναι ἀρχέγονοι˙ εἰδάλλως τὸ γεγονὸς φαίνεται ἀνεξήγητο. Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ τὰ καθιστᾶ ἐξαιρετικὰ ἐπίφοβα καὶ ἐπικίνδυνα εἶναι τὸ τεράστιο πλῆθος τους καθὼς καὶ τὸ ἐξαιρετικὰ μικρὸ μέγεθός τους πού, τὸ τελευταῖο αὐτό, δίνει φαινομενικὰ τὴν ὑπεροχὴ στὸν ἄνθρωπο, ἀφοῦ μπορεῖ εὔκολα νὰ τὰ συνθλίψει, κάτι ποὺ δὲν μπορεῖ φυσικὰ νὰ τὸ κάνει μὲ τὰ θηρία. Κι ὅμως, γι’ αὐτοὺς ἀκριβῶς τοὺς λόγους, ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ εἰσδύσει στὸν μυστηριώδη κόσμο τους, οὔτε νὰ ἔχει τὴ στοιχειωδέστερη ἐπικοινωνία μαζί τους, ἀλλὰ οὔτε νὰ τὰ ἐλέγχει ὥστε νὰ προφυλάσσεται ἀπόλυτα ἀπ’ αὐτά. Τὰ ἔντομα εἶναι ἀπρόβλεπτα ἔτσι ποὺ εἰσδύουν παντοῦ κι ἀπὸ παντοῦ, ἀποτελοῦν τρομερὴ ἀπειλὴ ποὺ δύσκολα ἀντιμετωπίζεται ἀποτελεσματικά, μοιάζουν ἄτρωτα, εἶναι ἰδιαίτερα ἐνοχλητικά, ἀνθεκτικά, εἶναι ἐπίφοβοι φορεῖς ἀσθενειῶν˙ ἂν δὲ τὰ κοιτάξεις στὸ μικροσκόπιο, μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ εἶναι τρομακτικά, τερατώδη στὴν ὄψη, σὰν ὄντα προκατακλυσμιαίας ἐποχῆς ποὺ κατάφεραν νὰ ἐπιβιώσουν, προσαρμοζόμενα σὲ ὅλες τὶς κοσμογονικὲς ἀλλαγὲς ποὺ ὑπέστη ὁ πλανήτης μας, εἰς μάτην τῶν αἰώνων ποὺ κύλησαν, ἀψηφώντας θρασύτατα τὸ χρόνο. Οἱ κατσαρίδες μάλιστα ἐπέζησαν καὶ τῶν πυρηνικῶν δοκιμῶν.
Στὶς φυσικὲς μορφὲς τὸ τερατῶδες ἔγκειται, ὅπως προαναφέρθηκε, στὴν ἀπόκλισή τους ἀπὸ τὴν «ὁμαλότητα», ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ συνήθως παραδεδεγμένου, καθὼς καὶ ἀπὸ τὴ σκοπιμότητα ποὺ αὐτὲς θὰ πρέπει -πάντοτε κατὰ τὴ γνώμη μας- ὑπὸ κανονικὲς συνθῆκες νὰ ὑπηρετοῦν. Ποιὸς ὅμως μπορεῖ νὰ γνωρίζει τὴν προτυπωτική τους εἰκόνα γιὰ νὰ ἰσχυριστεῖ κάτι τέτοιο; Ποιὸς μπορεῖ νὰ γνωρίζει τὸ σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο δημιουργήθηκε μιὰ ἔμβια μορφή, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ κρίνει σὲ ποιὸ βαθμὸ αὐτὴ τὸν πραγματώνει; Σὲ τελευταία ἀνάλυση, τερατῶδες εἶναι γιὰ μᾶς κάτι, τοῦ ὁποίου ἡ ἐκδήλωση μέσα σ’ ἕνα μορφογεννητικὸ τοπίο ὑπερβαίνει τὴν ἀντιληπτική μας ἱκανότητα καὶ γι΄ αὐτὸ ξεφεύγει ἀπὸ τὴν ἀντίληψή μας. Στὶς δὲ τεχνητὲς μορφὲς τὸ τερατῶδες ἔγκειται στὴ μὴ δυνατότητά τους νὰ ἀνταποκριθοῦν στὴ λειτουργία γιὰ τὴν ὁποία κατασκευάστηκαν. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρω ὡς παράδειγμα ἕνα ποδήλατο μὲ τετράγωνους τροχοὺς ἢ τὸ γνωστὸ σίδερο σιδερώματος μὲ καρφιὰ στὴ βάση του, ἐμβληματικὸ ἔργο τοῦ σουρεαλιστῆ Μὰν Ρέυ (Man Ray, 1890-1976).

Σίδερο σιδερώματος μὲ καρφιά (1921), Μὰν Ρέυ.

Βέβαια, στὴ δεύτερη περίπτωση ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ τὴν παραμορφωτικὴ ἐπέμβαση ἑνὸς καλλιτέχνη, ὁπότε εἰσδύουμε σὲ ἄλλα χωράφια, τὰ χωράφια τῆς τέχνης ἤ, ὀρθότερα, τῆς καλλιτεχνικῆς ἔκφρασης. Καὶ δὲν μιλᾶμε φυσικὰ γιὰ τὴν ὑψηλὴ Τέχνη, ἡ ὁποία ἀνέκαθεν συνδέεται μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἱεροῦ, ἀφοῦ ἡ τέχνη εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ ἱερή, ἢ δὲν εἶναι τέχνη, ἔστω κι ἂν παράγεται ἀπὸ καλλιτέχνη. Κανεὶς ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ μὲ πείσει ὅτι δὲν εἶναι ἀποκρουστικὸ τὸ ἐπενδυμένο μὲ γούνα μὶνκ φλιτζάνι τοῦ τσαγιοῦ (1936) τῆς Μέρετ Ὄππενχάιμ (Meret Oppenheim, 1913-1985) ἢ ὅτι δὲν

Φλιτζάνι τοῦ τσαγιοῦ ἐπενδυμένο μὲ μίνκ (1936), Μέρετ Ὄππενχάιμ.

εἶναι, ἂν ὄχι ἀποκρουστικό, τουλάχιστον ἀνόητο, τὸ τηλέφωνο μὲ ὲναν ἀστακὸ γιὰ ἀκουστικὸ τοῦ ἰδιοφυοῦς, κατὰ τ΄ ἄλλα, Σαλβαδὸρ Νταλί (Salvador Dali, 1904-1989), ὅσο κι ἄν οἱ παραμορφώσεις αὐτῶν τῶν κατασκευασμένων γιὰ πολὺ κοινὴ χρήση μορφῶν ἔγιναν ἀπὸ καλλιτέχνες μὲ καλλιτεχνικὴ πρόθεση. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει βέβαια τὸ ἔμφυτο δικαίωμα, καθὼς δημιουργεῖ μιμούμενος τὴ Φύση, νὰ πλάθει νέες μορφὲς, οἱ ὁποῖες νὰ εἶναι ἐντελῶς καινοφανεῖς, ἂν καὶ τὸ θεωρῶ τοῦτο ἀδύνατον, ἀφοῦ κάποια ἀπὸ τὰ ἐπὶ μέρους συστατικὰ στοιχεῖα του, θὰ εἶναι ὁπωσδήποτε ἀναγνωρίσιμα. Ὅμως ἡ δυσλειτουργία μιᾶς ἤδη γνωστῆς τεχνητῆς μορφῆς, ὅπως λόγου χάριν μιᾶς μηχανῆς, εἶναι βασικὰ ἐκείνη ποὺ ἐνδέχεται νὰ τὴν καθιστᾶ ἀπεχθή, ἂν ὄχι ἀξιοπερίεργη ἢ καὶ ἀστεία, ἀνάλογα μὲ τὴ διάθεση ποὺ εἶχε ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἐπενέβη παραμορφωτικὰ πάνω της.

Τηλέφωνο μὲ ἀστακὸ γιὰ ἀκουστικό, Σαλβαδὸρ Νταλί.

Οἱ μορφὲς ποὺ ἀφοροῦν τὸ χῶρο τῆς μυθολογίας (π.χ. οἱ κένταυροι, ἡ Χίμαιρα, ἡ γοργόνα κ.λπ.) δείχνουν νὰ εἶναι πιὸ ἐλεύθερες, ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν φαίνεται νὰ ὑπακούουν, ὅπως οἱ φυσικὲς μορφὲς, στὸν καταναγκασμὸ τῶν Νόμων, παρὰ μόνο στὴ φαντασία καὶ στὴν εὑρηματικότητα τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ.
Ἐντούτοις, ἂν τὶς παρατηρήσει κανεὶς προσεκτικότερα, θὰ διαπιστώσει ὅτι δὲν ὑπάρχει οὔτε μία φανταστικὴ μορφὴ ποὺ νὰ μὴ διαθέτει ἔστω καὶ ἕνα μονάχα ἀναγνωρίσιμο στοιχεῖο, ποὺ νὰ μὴν παραπέμπει δηλαδὴ σὲ κάποιο ὑπαρκτὸ μέσα στὴ Φύση μορφικὸ στοιχεῖο. Ἔτσι, μιὰ μυθολογικὴ μορφὴ μπορεῖ μὲν νὰ εἶναι φανταστική, πλὴν ὅμως δὲν παύει νὰ περιέχει σαφεῖς ἀναφορὲς στὸν κόσμο τοῦ ὑπαρκτοῦ. Καὶ τοῦτο γιατὶ, καθὼς ὁ ἀνθρώπινος νοῦς δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβει κάτι τὸ μὴ ὑπάρχον, ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νὰ δημιουργήσει κάτι ποὺ νὰ ὀφείλεται ἀποκλειστικὰ στὴν ἐπινόησή του, ἢ γιὰ νὰ τὸ ποῦμε ἀλλιῶς, ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ δημιουργήσει καμία μορφὴ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος. Μπορεῖ ὡστόσο νὰ δημιουργήσει νέες μορφὲς μὲ τὸ συνδυασμὸ ἄλλων μορφῶν ἢ στοιχείων τῶν ὑπαρχουσῶν μορφῶν. Καὶ μπορεῖ βέβαια νὰ καταστρέψει μορφές, ἀλλὰ ὄχι νὰ ἐξαλείψει τὴν προτύπωσή τους, κι ἐπίσης νὰ ἐπιτύχει τὴν ἀφαίρεση ἐπὶ τῆς μορφῆς, σὲ μιὰ συνειδητὴ προσπάθεια νὰ τὴν ὑπερβεῖ.

Κι ὅπως στὶς φυσικὲς μορφὲς ἡ παρέκκλιση ἀπὸ τὸ «φυσιολογικὸ» ἐντοπίζεται κυρίως στὶς ἀναλογίες καὶ τὸν ἀριθμό τῶν μερῶν τους, ἔτσι λοιπὸν καὶ στὶς φανταστικὲς ἀνθρωποποίητες μορφὲς ποὺ ἀφοροῦν κυρίως τὸ χῶρο τῆς μυθολογίας ἀλλὰ καὶ τοῦ παραμυθιοῦ, ἕναν δηλαδὴ φανταστικὸ χῶρο, ἡ παρέκκλιση ἀπὸ τὶς κανονικὲς μορφὲς ἐκδηλώνεται μὲ τρεῖς τρόπους: 1) μὲ τὴ διαστρέβλωση τοῦ μεγέθους καὶ/ἢ τοῦ σχήματος τῶν μερῶν ποὺ συγκροτοῦν μιὰ συγκεκριμένη μορφή (π.χ. οἱ Γίγαντες), 2) μὲ τὸν πολλαπλασιασμὸ ἢ τὴν κατάργηση μέρους ἢ μερῶν τῆς μορφῆς (π.χ. ἡ Λερναία Ὕδρα μὲ τὰ πολλὰ κεφάλια ἢ ὁ Κύκλωπας μὲ τὸν ἕναν μετωπικὸ ὀφθαλμὸ) καὶ 3) μὲ τὸν ἐπανασυνδυασμὸ τῶν μερῶν ποὺ ἐνδεχομένως ὑπέστησαν μία ἀπὸ τὶς προηγούμενες μεταμορφώσεις -ἢ μήπως παραμορφώσεις;- ἢ τὸ συγκερασμὸ στοιχείων ἀπὸ ἄλλες μορφές (π.χ. ἡ Σφίγγα ποὺ ἔχει κεφαλή ἀνθρώπινη, φτεροῦγες ἀετοῦ καὶ σῶμα λιονταριοῦ,


Ἡ ἀναθηματικὴ στήλη ἰωνικοῦ ρυθμοῦ μὲ τὴ Σφίγγα τῶν Ναξίων στοὺς Δελφούς (περὶ τὸ 560 π.Χ.), προερχόμενη ἀπὸ ναξιακὸ ἐργαστήριο,
Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο Δελφῶν.

ἡ Χίμαιρα, στὴ μορφὴ τῆς ὁποίας ἑνώνονται ἕνας λέοντας, μία αἶγα κι ἕνα φίδι γιὰ οὐρά,

Ἡ Χίμαιρα τοῦ Ἀρέτσο, ἐτρουτσκικὸ γλυπτό,
Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο τῆς Φλωρεντίας.

οἱ γρύπες μὲ τὸ σῶμα λιονταριοῦ καὶ τὴν κεφαλὴ καὶ τὶς φτεροῦγες ἀετοῦ

Γρύπας.

ἢ οἱ Ἅρπυιες μέ, κατὰ μία ἐκδοχή, φτεροῦγες, κεφαλὴ ἀνθρώπινη, ἀφτιὰ ἀρκούδας καὶ σῶμα πτηνοῦ).

Προκειμένου γιὰ τὶς παντοειδεῖς φανταστικὲς μορφές, κυρίως ὅμως τὶς μυθολογικές, οἱ προαναφερθεῖσες μεταμορφώσεις ἢ παραμορφώσεις τῶν ἐπὶ μέρους φυσικῶν στοιχείων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα αὐτὲς συντίθενται, πραγματοποιοῦνται μὲ γνώμονα συνήθως τὴ συγκινησιακὴ δύναμη ποὺ θὰ πρέπει νὰ ἐκπέμπουν οἱ νέες μορφές, στὶς ὁποῖες ὡς ἐκ τούτου προσδίδονται τέτοια σχήματα ὥστε νὰ ἐνισχύονται τὰ ἠθικὰ ἢ συμβολικὰ χαρακτηριστικά τους. Ἐνδεικτικὸ παράδειγμα αὐτῆς τῆς συγκινησιακῆς δύναμης ποὺ φέρει μιὰ μυθολογικὴ μορφὴ εἶναι ὁ δράκων. Ὁ δράκων εἶναι συνήθως ὑπερφυσικοῦ μεγέθους (εἶναι δηλαδὴ τρομακτικὸς καὶ ἐπίφοβος γιὰ τὸν ἄνθρωπο), ἔχει σῶμα φιδίσιο καὶ φολιδωτό (εἶναι δηλητηριώδης), ἔχει δόντια Δράκου μυτερά (εἶναι ἄγριος), ἐκτοξεύει συχνὰ φλόγες ἀπὸ τὰ ρουθούνια του καὶ ξερνάει πύρινα ποτάμια ἀπὸ τὸ στόμα του (εἶναι ἐπικίνδυνος) καὶ ζεῖ μέσα στὴ γῆ (στὸν Ἅδη;). Πάντως στὴ μυθολογία τὰ τέρατα ἐκπροσωποῦν ψυχικὲς ἀδυναμίες, ἐλαττώματα, διαστροφὲς καὶ φοβίες τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ διαλύονται ὅταν συρθοῦν στὸ φῶς τοῦ ἥλιου, ὅταν δηλαδὴ τὰ αἴτια τῆς ἐπικυριαρχίας τους φωτιστοῦν ἀπὸ τὸν Ἥλιο, δηλαδὴ τὴ Γνώση.


Δράκος

Τὸ κακὸ μπορεῖ νὰ εἶναι -καὶ πρέπει νὰ μᾶς εἶναι- τόσο ἀποκρουστικό, ἀπωθητικό, ὥστε μόνο κάτι τὸ ἐξίσου ἀποκρουστικὸ νὰ μπορεῖ νὰ τὸ ἀποσοβήσει. Ἔτσι τὸ τερατῶδες δρᾶ ὡς ἀποτρεπτικό, ὡς ἀποτρόπαιο τοῦ κακοῦ. Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὡστόσο ὅτι στὴν ἀρχαιότητα ἀποτρόπαιος δὲν χαρακτηριζόταν ὁ τερατώδης, ἀλλὰ ὅποιος ἀπέτρεπε, ἀπομάκρυνε τὸ κακό. Γι’ αὐτὸ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες θεωροῦσαν τοὺς θεοὺς ἀποτρόπαιους καὶ σωτῆρες καί, μέσα σὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα, πρόσφεραν θυσίες στὸν Ἀποτρόπαιο Δία ἢ ἔκαναν τὴν ἐπίκληση: «Ἄπολλον ἀποτρόπαιε». Μὲ τὴν πάροδο ὅμως τοῦ χρόνου, οἱ διάφορες ἀποτροπαϊκὲς μορφές, τὰ ἀποτρεπτικά, δηλαδὴ τὰ ἀντικείμενα ἐκεῖνα μὲ παραστάσεις ποὺ πιστευόταν πὼς ἀπέτρεπαν τὸ κακό, μὲ ἄλλα λόγια τὰ διάφορα εἴδη φυλακτῶν, κατάντησαν τερατώδεις ὥστε σήμερα τὸ ἐπίθετο ἀποτρόπαιος νὰ ἔχει γίνει συνώνυμο τοῦ ἀποκρουστικοῦ, τοῦ ἀνατριχιαστικοῦ, ἐκείνου ποὺ προκαλεῖ φρίκη, ἀποστροφή, ἀποτροπιασμό. Γνωστότερο ἀποτροπαϊκὸ σύμβολο στὴν ἀρχαιότητα ἦταν τὸ κεφάλι τῆς Μέδουσας, τὴν ὁποία σκότωσε ὁ Περσεύς. Ἡ Μέδουσα, μία ἀπὸ τὶς τρεῖς Γοργόνες καὶ ἡ μόνη θνητή -οἱ δύο ἄλλες ἦταν ἡ Σθενὼ καὶ ἡ Εὐρυάλη-, εἶχε φίδια ἀντὶ μαλλιά. Ἐπίσης, εἶχε χοντροὺς χαυλιόδοντες, ὅπως τὰ ἀγριογούρουνα, χάλκινα χέρια καὶ χρυσὰ φτερὰ γιὰ νὰ πετάει. Τὰ μάτια της ἦταν τόσο σπινθηροβόλα καὶ τὸ βλέμμα της τόσο διαπεραστικὸ ποὺ ὁποιοσδήποτε τὸ ἔβλεπε ἀπολιθωνόταν.[1] Ἐξάλλου, δὲν προκαλοῦσε μόνο στοὺς θνητοὺς τρόμο ἀλλὰ καὶ στοὺς ἀθανάτους. Ἡ Ἀθηνᾶ, θεὰ τῆς Σοφίας, χρησιμοποίησε τὸ κομμένο κεφάλι τῆς Μέδουσας βάζοντάς το πάνω στὴν ἀσπίδα της ἤ, καλύτερα, στὸ κέντρο τῆς αἰγίδας της. Ἔτσι οἱ ἐχθροί της πέτρωναν καὶ μόνο ποὺ ἀντίκριζαν τὴν ὄψη τῆς θεᾶς. Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι τὸ τερατῶδες μπορεῖ νὰ δρᾶ λυτρωτικὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὡς πρὸς τὸ κακό, σύμφωνα μὲ τὴν ὁμοιοπαθητικὴ ἀρχὴ ἀλλὰ καὶ τὴ λαϊκὴ ρήση ὅτι «τὸ ἀγκάθι μὲ ἀγκάθι βγαίνει». Τοῦτο συμβαίνει καὶ στὴν τέχνη, ἰδίως στὴν ἀρχαία τραγωδία, στὴν ὁποία ἡ ἀναπαράσταση ἢ ἀφήγηση τερατωδῶν πράξεων τῶν ἡρώων της καὶ ἡ κάθαρση ποὺ ἐπέρχεται στὸ τέλος ἀποτελοῦν τὸν κύριο λόγο ὕπαρξής της. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε νιώθει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀνάγκη νὰ προβάλλει πρὸς τὰ ἔξω, νὰ ἐξωτερικεύει, νὰ ἐξομολογεῖται ὅ,τι τὸ ἄσχημο, ὅ,τι τὸ κακὸ φέρει ἐντός του, νὰ ἐκθέτει στὸ φῶς κάθε σκοτεινὸ στοιχεῖο τοῦ ἑαυτοῦ του, ὥστε, θέτοντάς το ἐξ ἀντικειμένου καὶ ἀποστασιοποιούμενος ἔτσι ἀπ’ αὐτὸ (μὲ ὅλη τὴ σημειολογικὴ φόρτιση τῆς μετάθεσης), νὰ μπορέσει νὰ τὸ ἀντιμετωπίσειὡς τρίτος καὶ νὰ κατορθώσει ἐνδεχομένως νὰ τὸ ὑπερνικήσει. Καὶ μήπως γι’ αὐτὸ δὲν παρέστησε τὸν Διάβολο, τὸν ὡραιότερο τῶν ἀγγέλων, τόσο εἰδεχθὴ καὶ τρομακτικό;

Σημειώσεις

1. Ἀναπαράσταση τῆς Μέδουσας ἔχουμε, μεταξὺ ἄλλων, στὸ περίφημο λίθινο ἀέτωμα τῆς Γοργοῦς, τοῦ ΣΤ΄ π.Χ. αἰώνα, ἀπὸ τὸν δωρικὸ ναὸ τῆς Ἀρτέμιδος στὴν Κέρκυρα, τὸ ὁποῖο ἐκτίθεται στὸ Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο Κέρκυρας.Πίσω


Ἡ Γοργὼ ἀπὸ τὸ μέσο τοῦ δυτικοῦ ἀετώματος τοῦ ναοῦ τῆς Ἀρτέμιδος στὴν Κέρκυρα (περ. 580 π.Χ.), Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο Κέρκυρας.


*Πρωτοδημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ ΠΑΡΟΔΟΣ, τχ 23-24, [Δεκ. 2008], σσ. 2710-2718.